κλεψιφάγος: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → keeping silence is not shameful; speaking at random is (Menander)

Source
(6_19)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''κλεψῐφάγος''': -ον, τρώγων κρυφίως, Ἐκκλ.
|lstext='''κλεψῐφάγος''': -ον, τρώγων κρυφίως, Ἐκκλ.
}}
{{grml
|mltxt=[[κλεψιφάγος]], -ον (Μ)<br />αυτός που τρώγει [[κρυφά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κλεψι</i>- (<span style="color: red;"><</span> [[κλέπτω]]) <span style="color: red;">+</span> -[[φάγος]] <span style="color: red;"><</span> θ. <i>φαγ</i>-, [[πρβλ]]. αόρ. β' <i>ἔ</i>-<i>φαγ</i>-<i>ον</i>), [[πρβλ]]. [[σαρκοφάγος]], [[χορτοφάγος]]. Σύνθ. του τύπου <i>τερψί</i>-<i>μβροτος</i>].
}}
}}

Latest revision as of 07:40, 24 August 2021

German (Pape)

[Seite 1449] heimlich essend, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κλεψῐφάγος: -ον, τρώγων κρυφίως, Ἐκκλ.

Greek Monolingual

κλεψιφάγος, -ον (Μ)
αυτός που τρώγει κρυφά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλεψι- (< κλέπτω) + -φάγος < θ. φαγ-, πρβλ. αόρ. β' -φαγ-ον), πρβλ. σαρκοφάγος, χορτοφάγος. Σύνθ. του τύπου τερψί-μβροτος].