κασωτός: Difference between revisions
From LSJ
Νέος πεφυκὼς πολλὰ χρηστὰ μάνθανε → Dum floret aetas, disce, quod scitum decet → In jungem Alter lerne viel, was brauchbar ist
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κασωτός]], -ή, -όν (Α)<br />(για φορέματα) χοντροφτιαγμένος, [[πυκνοϋφασμένος]], που έχει κατασκευαστεί σαν [[πίλημα]], δηλ. από πεπιεσμένο [[μαλλί]] ή [[τρίχες]], [[κασάς]], [[κετσές]]<br />(«κασωταὶ ἐσθῆτες», Διογ. Οιν.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κάσσος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[ωτός]] ([[πρβλ]]. | |mltxt=[[κασωτός]], -ή, -όν (Α)<br />(για φορέματα) χοντροφτιαγμένος, [[πυκνοϋφασμένος]], που έχει κατασκευαστεί σαν [[πίλημα]], δηλ. από πεπιεσμένο [[μαλλί]] ή [[τρίχες]], [[κασάς]], [[κετσές]]<br />(«κασωταὶ ἐσθῆτες», Διογ. Οιν.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κάσσος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[ωτός]] ([[πρβλ]]. [[καστρωτός]], [[ραβδωτός]])]. | ||
}} | }} |
Revision as of 07:40, 24 August 2021
English (LSJ)
ή, όν, (κασῆς) A thick, ἐσθῆτες, opp. στρεπταί, Diog.Oen.10.
Greek Monolingual
κασωτός, -ή, -όν (Α)
(για φορέματα) χοντροφτιαγμένος, πυκνοϋφασμένος, που έχει κατασκευαστεί σαν πίλημα, δηλ. από πεπιεσμένο μαλλί ή τρίχες, κασάς, κετσές
(«κασωταὶ ἐσθῆτες», Διογ. Οιν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάσσος + κατάλ. -ωτός (πρβλ. καστρωτός, ραβδωτός)].