Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κασωτός: Difference between revisions

From LSJ

Νέος πεφυκὼς πολλὰ χρηστὰ μάνθανε → Dum floret aetas, disce, quod scitum decet → In jungem Alter lerne viel, was brauchbar ist

Menander, Monostichoi, 373
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κασωτός]], -ή, -όν (Α)<br />(για φορέματα) χοντροφτιαγμένος, [[πυκνοϋφασμένος]], που έχει κατασκευαστεί σαν [[πίλημα]], δηλ. από πεπιεσμένο [[μαλλί]] ή [[τρίχες]], [[κασάς]], [[κετσές]]<br />(«κασωταὶ ἐσθῆτες», Διογ. Οιν.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κάσσος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[ωτός]] ([[πρβλ]]. <i>καστρ</i>-[[ωτός]], <i>ραβδ</i>-[[ωτός]])].
|mltxt=[[κασωτός]], -ή, -όν (Α)<br />(για φορέματα) χοντροφτιαγμένος, [[πυκνοϋφασμένος]], που έχει κατασκευαστεί σαν [[πίλημα]], δηλ. από πεπιεσμένο [[μαλλί]] ή [[τρίχες]], [[κασάς]], [[κετσές]]<br />(«κασωταὶ ἐσθῆτες», Διογ. Οιν.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κάσσος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[ωτός]] ([[πρβλ]]. [[καστρωτός]], [[ραβδωτός]])].
}}
}}

Revision as of 07:40, 24 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κασωτός Medium diacritics: κασωτός Low diacritics: κασωτός Capitals: ΚΑΣΩΤΟΣ
Transliteration A: kasōtós Transliteration B: kasōtos Transliteration C: kasotos Beta Code: kaswto/s

English (LSJ)

ή, όν, (κασῆς) A thick, ἐσθῆτες, opp. στρεπταί, Diog.Oen.10.

Greek Monolingual

κασωτός, -ή, -όν (Α)
(για φορέματα) χοντροφτιαγμένος, πυκνοϋφασμένος, που έχει κατασκευαστεί σαν πίλημα, δηλ. από πεπιεσμένο μαλλί ή τρίχες, κασάς, κετσές
(«κασωταὶ ἐσθῆτες», Διογ. Οιν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάσσος + κατάλ. -ωτός (πρβλ. καστρωτός, ραβδωτός)].