κανονιοφόρος: Difference between revisions

From LSJ

τὸ ἓν καὶ τὸ ὂν πολλαχῶς λέγεται → the term being and the term one are used in many ways, one and being have various meanings, one and being have many senses

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η<br /><b>1.</b> μικρό πολεμικό [[πλοίο]] εφοδιασμένο με ένα ή περισσότερα πυροβόλα, [[κανονιέρα]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «η [[πολιτική]] τών κανονιοφόρων» — η [[δυναμική]] στρατιωτική [[επέμβαση]] από ισχυρό [[κράτος]] για θέματα που μπορούσαν να διευθετηθούν ειρηνικά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[κανονιοφόρος]], [[αντί]] του αναμενομένου <i>κανον</i>-<i>ο</i>-[[φόρος]] (<b>βλ. λ.</b> [[κανονιοβολώ]]) <span style="color: red;"><</span> [[κανόνι]](Ι) <span style="color: red;">+</span> -[[φόρος]] (<span style="color: red;"><</span> [[φέρω]]), [[πρβλ]]. <i>ολμο</i>-[[φόρος]], <i>σκευο</i>-[[φόρος]]. Η λ. μαρτυρείται από το 1822 στον Κωνστ. Οικονόμο τον εξ Οικονόμων].
|mltxt=η<br /><b>1.</b> μικρό πολεμικό [[πλοίο]] εφοδιασμένο με ένα ή περισσότερα πυροβόλα, [[κανονιέρα]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «η [[πολιτική]] τών κανονιοφόρων» — η [[δυναμική]] στρατιωτική [[επέμβαση]] από ισχυρό [[κράτος]] για θέματα που μπορούσαν να διευθετηθούν ειρηνικά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[κανονιοφόρος]], [[αντί]] του αναμενομένου <i>κανον</i>-<i>ο</i>-[[φόρος]] (<b>βλ. λ.</b> [[κανονιοβολώ]]) <span style="color: red;"><</span> [[κανόνι]](Ι) <span style="color: red;">+</span> -[[φόρος]] (<span style="color: red;"><</span> [[φέρω]]), [[πρβλ]]. [[ολμοφόρος]], [[σκευοφόρος]]. Η λ. μαρτυρείται από το 1822 στον Κωνστ. Οικονόμο τον εξ Οικονόμων].
}}
}}

Latest revision as of 07:45, 24 August 2021

Greek Monolingual

η
1. μικρό πολεμικό πλοίο εφοδιασμένο με ένα ή περισσότερα πυροβόλα, κανονιέρα
2. φρ. «η πολιτική τών κανονιοφόρων» — η δυναμική στρατιωτική επέμβαση από ισχυρό κράτος για θέματα που μπορούσαν να διευθετηθούν ειρηνικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κανονιοφόρος, αντί του αναμενομένου κανον-ο-φόρος (βλ. λ. κανονιοβολώ) < κανόνι(Ι) + -φόρος (< φέρω), πρβλ. ολμοφόρος, σκευοφόρος. Η λ. μαρτυρείται από το 1822 στον Κωνστ. Οικονόμο τον εξ Οικονόμων].