Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κυανοβόστρυχος: Difference between revisions

From LSJ

Θησαυρός ἐστι τῶν κακῶν κακὴ γυνή → Ingens mali thesaurus est mulier mala → Ein Schatz an allem Schlechten ist ein schlechtes Weib

Menander, Monostichoi, 233
(22)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 6: Line 6:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κυανοβόστρυχος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει μελανόχρωμους βοστρύχους, μαυροπλόκαμος, [[μαυρομάλλης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κύανος]] <span style="color: red;">+</span> [[βόστρυχος]] «[[μπούκλα]]» (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ελικο</i>-[[βόστρυχος]], <i>μυρο</i>-[[βόστρυχος]])].
|mltxt=[[κυανοβόστρυχος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει μελανόχρωμους βοστρύχους, μαυροπλόκαμος, [[μαυρομάλλης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κύανος]] <span style="color: red;">+</span> [[βόστρυχος]] «[[μπούκλα]]» ([[πρβλ]]. [[ελικοβόστρυχος]], [[μυροβόστρυχος]])].
}}
}}

Latest revision as of 07:45, 24 August 2021

German (Pape)

[Seite 1521] schwarzlockig, K. S.

Greek (Liddell-Scott)

κυᾰνοβόστρυχος: -ον, ἔχων μέλαιναν κόμην, Ἐκκλ.

Greek Monolingual

κυανοβόστρυχος, -ον (Α)
αυτός που έχει μελανόχρωμους βοστρύχους, μαυροπλόκαμος, μαυρομάλλης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύανος + βόστρυχος «μπούκλα» (πρβλ. ελικοβόστρυχος, μυροβόστρυχος)].