κνωδακοφόρος: Difference between revisions
From LSJ
αἰτήσεις ἀκοὐεις σῶν ἱκετῶν· ταχἐως συνδραμεῖς ἀναπαὐων εὐεργετῶν· ἰάματα παρἐχεις, Ἱερἀρχα, τῇ πρὀς Θεὀν παρρησἰᾳ κοσμοὐμενος → You hear the prayers of your suppliants; quickly you come to their assistance, bringing relief and benefits; you provide the remedies, Archbishop, since you are endowed with free access to God.
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])" to "πρβλ. $3$5, $8$10") |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ο<br /><b>1.</b> αυτός που φέρει [[κνώδακες]], έκκεντρα<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[κνωδακοφόρος]] [[άξονας]]» — στρεφόμενη [[άτρακτος]] μηχανών εσωτερικής καύσης εφοδιασμένη με δίσκους ακανόνιστου σχήματος που κινούν βαλβίδες εισαγωγής και εξαγωγής τών κυλίνδρων, αλλ. εκκεντροφόρος [[άξονας]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κνώδαξ]], -<i>ακος</i> <span style="color: red;">+</span> -[[φόρος]] (<span style="color: red;"><</span> [[φόρος]] <span style="color: red;"><</span> [[φέρω]]), [[πρβλ]]. | |mltxt=-ο<br /><b>1.</b> αυτός που φέρει [[κνώδακες]], έκκεντρα<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[κνωδακοφόρος]] [[άξονας]]» — στρεφόμενη [[άτρακτος]] μηχανών εσωτερικής καύσης εφοδιασμένη με δίσκους ακανόνιστου σχήματος που κινούν βαλβίδες εισαγωγής και εξαγωγής τών κυλίνδρων, αλλ. εκκεντροφόρος [[άξονας]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κνώδαξ]], -<i>ακος</i> <span style="color: red;">+</span> -[[φόρος]] (<span style="color: red;"><</span> [[φόρος]] <span style="color: red;"><</span> [[φέρω]]), [[πρβλ]]. [[εκκεντροφόρος]], [[εμβολοφόρος]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 07:50, 24 August 2021
Greek Monolingual
-ο
1. αυτός που φέρει κνώδακες, έκκεντρα
2. φρ. «κνωδακοφόρος άξονας» — στρεφόμενη άτρακτος μηχανών εσωτερικής καύσης εφοδιασμένη με δίσκους ακανόνιστου σχήματος που κινούν βαλβίδες εισαγωγής και εξαγωγής τών κυλίνδρων, αλλ. εκκεντροφόρος άξονας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κνώδαξ, -ακος + -φόρος (< φόρος < φέρω), πρβλ. εκκεντροφόρος, εμβολοφόρος.