μιαροτρώκτης: Difference between revisions
From LSJ
αὐτὸν κέκρουκας τὸν βατῆρα τοῦ λόγου → you have struck the very threshold of the argument, you have struck the most important and chiefmost point
(6_15) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])" to "πρβλ. $3$5, $8$10") |
||
(2 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 4: | Line 4: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μιᾰροτρώκτης''': ὁ, ὁ τρώγων μιαράς, ἀκαθάρτους τροφάς, μιαροφάγος, Ἀνωνυμ. π. Ἁγ. Θεοδ. σ. 46 Wernsd. | |lstext='''μιᾰροτρώκτης''': ὁ, ὁ τρώγων μιαράς, ἀκαθάρτους τροφάς, μιαροφάγος, Ἀνωνυμ. π. Ἁγ. Θεοδ. σ. 46 Wernsd. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[μιαροτρώκτης]], ὁ (Α)<br />αυτός που τρώει μιαρές, ακάθαρτες τροφές, [[μιαροφάγος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μιαρός]] <span style="color: red;">+</span> -[[τρώκτης]] (<span style="color: red;"><</span> [[τρώκτης]] <span style="color: red;"><</span> [[τρώγω]]) [[πρβλ]]. [[ξυλοτρώκτης]], [[πτερνοτρώκτης]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 07:55, 24 August 2021
German (Pape)
[Seite 182] ὁ, unreine Speisen essend, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
μιᾰροτρώκτης: ὁ, ὁ τρώγων μιαράς, ἀκαθάρτους τροφάς, μιαροφάγος, Ἀνωνυμ. π. Ἁγ. Θεοδ. σ. 46 Wernsd.
Greek Monolingual
μιαροτρώκτης, ὁ (Α)
αυτός που τρώει μιαρές, ακάθαρτες τροφές, μιαροφάγος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μιαρός + -τρώκτης (< τρώκτης < τρώγω) πρβλ. ξυλοτρώκτης, πτερνοτρώκτης.