ἱεροτελεστής: Difference between revisions

From LSJ

Μετὰ τὴν δόσιν τάχιστα γηράσκει χάρις → Post munera cito consenescit gratia → Gleich nach der Gabe altert äußerst schnell der Dank

Menander, Monostichoi, 347
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
 
Line 6: Line 6:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (Α [[ἱεροτελεστής]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που τελεί θρησκευτική [[λειτουργία]], [[ιερουργός]], [[ιεροφάντης]], [[ιερέας]]<br /><b>αρχ.</b><br />(για τον Χριστό) αυτός που μυεί, αυτός που εισάγει κάποιον στα θρησκευτικά μυστήρια, ο [[ιερομύστης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ιερ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[τελεστής]] (<span style="color: red;"><</span> [[τελώ]]), [[πρβλ]]. <i>Ορφεο</i>-[[τελεστής]], <i>χριστο</i>-[[τελεστής]].
|mltxt=ο (Α [[ἱεροτελεστής]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που τελεί θρησκευτική [[λειτουργία]], [[ιερουργός]], [[ιεροφάντης]], [[ιερέας]]<br /><b>αρχ.</b><br />(για τον Χριστό) αυτός που μυεί, αυτός που εισάγει κάποιον στα θρησκευτικά μυστήρια, ο [[ιερομύστης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ιερ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[τελεστής]] (<span style="color: red;"><</span> [[τελώ]]), [[πρβλ]]. [[Ορφεοτελεστής]], [[χριστοτελεστής]].
}}
}}

Latest revision as of 08:00, 24 August 2021

German (Pape)

[Seite 1243] ὁ, der in den Gottesdienst, Mysterien u. dgl. Einweihende, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἱεροτελεστής: -οῦ, ὁ, = ἱερομύστης, περὶ τοῦ Χριστοῦ, Διον. Ἀρεοπ. 200D, 376D, 377A.

Greek Monolingual

ο (Α ἱεροτελεστής)
νεοελλ.
αυτός που τελεί θρησκευτική λειτουργία, ιερουργός, ιεροφάντης, ιερέας
αρχ.
(για τον Χριστό) αυτός που μυεί, αυτός που εισάγει κάποιον στα θρησκευτικά μυστήρια, ο ιερομύστης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο)- + -τελεστής (< τελώ), πρβλ. Ορφεοτελεστής, χριστοτελεστής.