ἱεροστάτης: Difference between revisions
From LSJ
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἱεροστάτης]], ὁ (Α)<br />[[επιστάτης]] ιερών έργων ή [[επιμελητής]] του ναού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ιερ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[στάτης]] (<span style="color: red;"><</span> [[ίστημι]]), [[πρβλ]]. | |mltxt=[[ἱεροστάτης]], ὁ (Α)<br />[[επιστάτης]] ιερών έργων ή [[επιμελητής]] του ναού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ιερ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[στάτης]] (<span style="color: red;"><</span> [[ίστημι]]), [[πρβλ]]. [[επιστάτης]], [[χοροστάτης]]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 08:00, 24 August 2021
English (LSJ)
[ᾰ], ου, ὁ, A governor of the temple, LXX 1 Es.7.2.
Greek (Liddell-Scott)
ἱεροστάτης: ᾰ, ου, ὁ, ὁ ἐπιστάτης, ἐπιμελητὴς ἱερῶν ἔργων ἢ τοῦ ἱεροῦ, Ἑβδ. (Α΄, Ἔσδρ. Ζ΄, 2).
Greek Monolingual
ἱεροστάτης, ὁ (Α)
επιστάτης ιερών έργων ή επιμελητής του ναού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο)- + -στάτης (< ίστημι), πρβλ. επιστάτης, χοροστάτης].