αἰψηροκέλευθος: Difference between revisions

From LSJ

συνερκτικός γάρ ἐστι καὶ περαντικός, καὶ γνωμοτυπικὸς καὶ σαφὴς καὶ κρουστικός, καταληπτικός τ' ἄριστα τοῦ θορυβητικοῦ → he's intimidative, penetrative, aphoristically originative, clear and aggressive, and superlatively terminative of the obstreperative

Source
m (Text replacement - "]]de " to "]] de ")
mNo edit summary
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[αἰψηροκέλευθος]], -ον (Α)<br />αυτός που κινείται βίαια, [[γρήγορα]], ο [[ορμητικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αἰψηρὸς</i> <span style="color: red;">+</span> [[κέλευθος]].
|mltxt=[[αἰψηροκέλευθος]], -ον (Α)<br />αυτός που κινείται βίαια, [[γρήγορα]], ο [[ορμητικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[αἰψηρός]] <span style="color: red;">+</span> [[κέλευθος]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 17:49, 24 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αἰψηροκέλευθος Medium diacritics: αἰψηροκέλευθος Low diacritics: αιψηροκέλευθος Capitals: ΑΙΨΗΡΟΚΕΛΕΥΘΟΣ
Transliteration A: aipsērokéleuthos Transliteration B: aipsērokeleuthos Transliteration C: aipsirokelefthos Beta Code: ai)yhroke/leuqos

English (LSJ)

ον, A swift-speeding, epithet of Boreas, Hes. Th.379, Poet. ap. Apollod.3.4.4.

Greek (Liddell-Scott)

αἰψηροκέλευθος: -ον, ὁ ταχέως, ὁρμητικῶς κινούμενος, ἐπίθ. τοῦ Βορέου, Ἡσ. Θ. 379.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à la marche rapide.
Étymologie: αἰψηρός, κέλευθος.

Spanish (DGE)

-ον
de rápido paso, de veloz andadura de Bóreas, Hes.Th.379, de Bóreas, uno de los perros de Acteón Epic.Alex.Adesp.1.9.

Greek Monolingual

αἰψηροκέλευθος, -ον (Α)
αυτός που κινείται βίαια, γρήγορα, ο ορμητικός.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αἰψηρός + κέλευθος.

Greek Monotonic

αἰψηροκέλευθος: -ον, αυτός που κινείται αστραπιαία, ορμητικά, λέγεται για τον Βορέα, δηλ. την προσωποποίηση του βορείου ανέμου, σε Ησίοδ.

Russian (Dvoretsky)

αἰψηροκέλευθος: быстрый, стремительный (Βορέης Hes.).

Middle Liddell


swift-speeding, of Boreas, Hes.