μητρομανία: Difference between revisions
From LSJ
γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\." to "$3$5.") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
mNo edit summary |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (Α [[μητρομανία]])<br />παθολογική γενετήσια [[επιθυμία]] στις γυναίκες, αλλ. [[νυμφομανία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> [[μήτρα]] (Ι) <span style="color: red;">+</span> -[[μανία]] (<span style="color: red;"><</span> <i>μανής</i> <span style="color: red;"><</span> [[μαίνομαι]]), [[γυναικομανία]]. | |mltxt=η (Α [[μητρομανία]])<br />παθολογική γενετήσια [[επιθυμία]] στις γυναίκες, αλλ. [[νυμφομανία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> [[μήτρα]] (Ι) <span style="color: red;">+</span> -[[μανία]] (<span style="color: red;"><</span> <i>μανής</i> <span style="color: red;"><</span> [[μαίνομαι]]), [[πρβλ]]. [[γυναικομανία]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 09:40, 25 August 2021
English (LSJ)
ἡ, A hysteria, Cass.Fel.79.
Greek (Liddell-Scott)
μητρομανία: ἡ, μέγας ἐρεθισμὸς τῆς μήτρας μετ’ ἐφέσεως πρὸς συνουσίαν, Φιλοστορ. Ἐκκλ. Ἱστ. 4, 7.
Greek Monolingual
η (Α μητρομανία)
παθολογική γενετήσια επιθυμία στις γυναίκες, αλλ. νυμφομανία.
[ΕΤΥΜΟΛ. μήτρα (Ι) + -μανία (< μανής < μαίνομαι), πρβλ. γυναικομανία.