κεραυνοκλόνος: Difference between revisions

From LSJ

διὰ χαρίτων γίγνεσθαί τινι → be pleasing to one

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\." to "$3$5.")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
mNo edit summary
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κεραυνοκλόνος]], -ον (Α) αυτός που επιφέρει κλονισμό παρόμοιο με τον κλονισμό, με το [[τράνταγμα]] που προξενεί ο [[κεραυνός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κεραυνός]] <span style="color: red;">+</span> -[[κλόνος]] (<span style="color: red;"><</span> [[κλόνος]] «[[ταραχή]], [[κλονισμός]]») [[πυρικλόνος]].
|mltxt=[[κεραυνοκλόνος]], -ον (Α) αυτός που επιφέρει κλονισμό παρόμοιο με τον κλονισμό, με το [[τράνταγμα]] που προξενεί ο [[κεραυνός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κεραυνός]] <span style="color: red;">+</span> -[[κλόνος]] (<span style="color: red;"><</span> [[κλόνος]] «[[ταραχή]], [[κλονισμός]]») [[πρβλ]]. [[πυρικλόνος]].
}}
}}

Revision as of 09:48, 25 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κεραυνοκλόνος Medium diacritics: κεραυνοκλόνος Low diacritics: κεραυνοκλόνος Capitals: ΚΕΡΑΥΝΟΚΛΟΝΟΣ
Transliteration A: keraunoklónos Transliteration B: keraunoklonos Transliteration C: keravnoklonos Beta Code: keraunoklo/nos

English (LSJ)

ον, A causing the din of the thunderbolt, PMag.Par.1.599.

Spanish

que agita el trueno

Greek Monolingual

κεραυνοκλόνος, -ον (Α) αυτός που επιφέρει κλονισμό παρόμοιο με τον κλονισμό, με το τράνταγμα που προξενεί ο κεραυνός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεραυνός + -κλόνος (< κλόνος «ταραχή, κλονισμός») πρβλ. πυρικλόνος.