πλεονοδάκτυλος: Difference between revisions
From LSJ
τοῦ εἰδέναι χάριν ἡ πραγματεία → knowledge is the object of our inquiry, the aim of our investigation is knowledge
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
|||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που έχει δάχτυλα περισσότερα από τον κανονικό αριθμό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πλείων]] / [[πλέων]], <i>πλέονος</i> <span style="color: red;">+</span> -[[δάκτυλος]] (<span style="color: red;"><</span> [[δάκτυλος]]), | |mltxt=-ον, Α<br />αυτός που έχει δάχτυλα περισσότερα από τον κανονικό αριθμό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πλείων]] / [[πλέων]], <i>πλέονος</i> <span style="color: red;">+</span> -[[δάκτυλος]] (<span style="color: red;"><</span> [[δάκτυλος]]), [[πρβλ]]. [[μονοδάκτυλος]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:14, 25 August 2021
English (LSJ)
ον, A having more than the normal number of fingers, Gal.19.454.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που έχει δάχτυλα περισσότερα από τον κανονικό αριθμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλείων / πλέων, πλέονος + -δάκτυλος (< δάκτυλος), πρβλ. μονοδάκτυλος.