πατρογονικός: Difference between revisions

From LSJ

ἀγεωμέτρητος μηδεὶς εἰσίτω → no one ignorant of geometry may enter, let no one ignorant of geometry enter, let no one ignorant of geometry come in

Source
(31)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\." to "πρβλ. $2$4.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό<br /><b>1.</b> ο [[προγονικός]], ο προερχόμενος από τον [[πατέρα]], ο κληρονομημένος από τον [[πατέρα]] («πατρογονικά κτήματα» — τα κληρονομικά κτήματα)<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα πατρογονικά</i><br />οι πρόγονοι<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[πατρογονικός]] [[νόμος]]»<br /><b>βιολ.</b> ο [[νόμος]] της πατρογονίας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πατήρ]], <i>πατρός</i> <span style="color: red;">+</span> -[[γονικός]] (<span style="color: red;"><</span> -<i>γονος</i> <span style="color: red;"><</span> [[γόνος]]), <b>πρβλ.</b> <i>προ</i>-[[γονικός]]. Η λ. μαρτυρείται από το 1840 στον Α. Μ. Βλαστό].
|mltxt=-ή, -ό<br /><b>1.</b> ο [[προγονικός]], ο προερχόμενος από τον [[πατέρα]], ο κληρονομημένος από τον [[πατέρα]] («πατρογονικά κτήματα» — τα κληρονομικά κτήματα)<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα πατρογονικά</i><br />οι πρόγονοι<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[πατρογονικός]] [[νόμος]]»<br /><b>βιολ.</b> ο [[νόμος]] της πατρογονίας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πατήρ]], <i>πατρός</i> <span style="color: red;">+</span> -[[γονικός]] (<span style="color: red;"><</span> -<i>γονος</i> <span style="color: red;"><</span> [[γόνος]]), [[πρβλ]]. [[προγονικός]]. Η λ. μαρτυρείται από το 1840 στον Α. Μ. Βλαστό].
}}
}}

Latest revision as of 13:15, 25 August 2021

Greek Monolingual

-ή, -ό
1. ο προγονικός, ο προερχόμενος από τον πατέρα, ο κληρονομημένος από τον πατέρα («πατρογονικά κτήματα» — τα κληρονομικά κτήματα)
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα πατρογονικά
οι πρόγονοι
3. φρ. «πατρογονικός νόμος»
βιολ. ο νόμος της πατρογονίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πατήρ, πατρός + -γονικός (< -γονος < γόνος), πρβλ. προγονικός. Η λ. μαρτυρείται από το 1840 στον Α. Μ. Βλαστό].