νομοδότης: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
|||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[νομοδότης]], ὁ (ΑΜ)<br />(για τον Θεό) αυτός που δίνει, που ορίζει τους νόμους, ο [[νομοθέτης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νόμος]] <span style="color: red;">+</span> -[[δότης]] (<span style="color: red;"><</span> [[δίδωμι]]), | |mltxt=[[νομοδότης]], ὁ (ΑΜ)<br />(για τον Θεό) αυτός που δίνει, που ορίζει τους νόμους, ο [[νομοθέτης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νόμος]] <span style="color: red;">+</span> -[[δότης]] (<span style="color: red;"><</span> [[δίδωμι]]), [[πρβλ]]. [[αιμοδότης]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:15, 25 August 2021
English (LSJ)
ου, ὁ, A lawgiver, Sm.Ps.75(76).12.
Greek (Liddell-Scott)
νομοδότης: ὁ, ὁ δοὺς νόμους, νομοθέτης, Σύμμ. ἐν Ψαλμ. ΟΕ΄, 12, 13, Μεθόδ. 360Α.
Greek Monolingual
νομοδότης, ὁ (ΑΜ)
(για τον Θεό) αυτός που δίνει, που ορίζει τους νόμους, ο νομοθέτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νόμος + -δότης (< δίδωμι), πρβλ. αιμοδότης.