πενταφύλακος: Difference between revisions
From LSJ
Εὑρεῖν τὸ δίκαιον πανταχῶς οὐ ῥᾴδιον → Difficile inventu est iustum, ubi ubi quaesiveris → Zu finden, was gerecht ist, ist durchaus nicht leicht
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
|||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και [[πεντεφύλακος]], -ον, Α<br />(για [[χρονικό]] [[διάστημα]] μιας ημέρας ή μιας νύχτας) αυτός που έχει διαιρεθεί σε [[πέντε]] φρουρές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πεντα</i>- / <i>πεντε</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[φύλακος]] (<span style="color: red;"><</span> [[φυλακή]]), | |mltxt=και [[πεντεφύλακος]], -ον, Α<br />(για [[χρονικό]] [[διάστημα]] μιας ημέρας ή μιας νύχτας) αυτός που έχει διαιρεθεί σε [[πέντε]] φρουρές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πεντα</i>- / <i>πεντε</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[φύλακος]] (<span style="color: red;"><</span> [[φυλακή]]), [[πρβλ]]. [[τριφύλακος]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:20, 25 August 2021
English (LSJ)
[ῠ], ον, A divided into five watches, νύξ Stesich. 55 (πεντε- codd.).
Greek (Liddell-Scott)
πενταφύλακος: -ον, ὁ διῃρημένος εἰς πέντε φυλακάς, νὺξ Στησίχ. 52.
Greek Monolingual
και πεντεφύλακος, -ον, Α
(για χρονικό διάστημα μιας ημέρας ή μιας νύχτας) αυτός που έχει διαιρεθεί σε πέντε φρουρές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα- / πεντε- + -φύλακος (< φυλακή), πρβλ. τριφύλακος.