ὀλβοδοτήρ: Difference between revisions
From LSJ
οὐ γὰρ εἰς περιουσίαν ἐπράττετ' αὐτοῖς τὰ τῆς πόλεως → for selfish greed had no place in their statesmanship
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
|||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ὀλβοδοτήρ]], -ήρος, ὁ, θηλ. [[ὀλβοδότειρα]] (Α)<br />αυτός που παρέχει όλβο, πλούτο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὄλβος]] «[[πλούτος]], [[ευδαιμονία]]» <span style="color: red;">+</span> [[δοτήρ]] (<span style="color: red;"><</span> [[δίδωμι]]), | |mltxt=[[ὀλβοδοτήρ]], -ήρος, ὁ, θηλ. [[ὀλβοδότειρα]] (Α)<br />αυτός που παρέχει όλβο, πλούτο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὄλβος]] «[[πλούτος]], [[ευδαιμονία]]» <span style="color: red;">+</span> [[δοτήρ]] (<span style="color: red;"><</span> [[δίδωμι]]), [[πρβλ]]. [[πλουτοδοτήρ]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:25, 25 August 2021
English (LSJ)
ῆρος, ὁ, A giver of wealth, cj. Pierson in Them.Or.13.178b.
Greek Monolingual
ὀλβοδοτήρ, -ήρος, ὁ, θηλ. ὀλβοδότειρα (Α)
αυτός που παρέχει όλβο, πλούτο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄλβος «πλούτος, ευδαιμονία» + δοτήρ (< δίδωμι), πρβλ. πλουτοδοτήρ.