λιθοφόρος: Difference between revisions

From LSJ

Ζωῆς πονηρᾶς θάνατος αἱρετώτερος → Satius mori quam calamitose vivere → Dem schlechten Leben vorzuziehen ist der Tod

Menander, Monostichoi, 193
m (Text replacement - "Πολυδ" to "Πολυδ")
m (Text replacement - "as Subst." to "as substantive")
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=λῐθο-[[φόρος]], ον [[φέρω]]<br />[[carrying]] stones:—as Subst., = [[λιθοβόλος]], Polyb.
|mdlsjtxt=λῐθο-[[φόρος]], ον [[φέρω]]<br />[[carrying]] stones:—as [[substantive]], = [[λιθοβόλος]], Polyb.
}}
}}

Revision as of 07:30, 29 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λιθοφόρος Medium diacritics: λιθοφόρος Low diacritics: λιθοφόρος Capitals: ΛΙΘΟΦΟΡΟΣ
Transliteration A: lithophóros Transliteration B: lithophoros Transliteration C: lithoforos Beta Code: liqofo/ros

English (LSJ)

ον, carrying stones, ὁλκάδες DS. 13.78; κεραῖαι Moschio ap. Ath. 5.208d; ἱερεύς IG 3.296. as Subst. λ., ὁ, = λιθοβόλος I. 2, Plb. 4.56.3.

German (Pape)

[Seite 46] Steine tragend, führend, von Katapulten, = λιθοβόλος, Pol. 4, 56, 3; D. Sic. 13, 78; κεραῖαι, Callixen. bei Ath. V, 208 d; vgl. Plut. Galb. g.

Greek (Liddell-Scott)

λῐθοφόρος: -ον, ὁ φέρων λίθους, μεταφέρων, ὁλκάδες Διόδ. 13. 78· κεραία Μοσχίων παρ’ Ἀθην. 208D· 2) ὡς οὐσιαστ., λιθοφόρος, ὁ, = λιθοβόλος, Πολυδ. Δ΄, 56, 3. 3) λιθοφόρος, ὁ, ἐπίσης ὡς οὐσιαστ., ὄνομα ἀξιώματος ἱερατικοῦ, Ἐπιγρ. Ἀθηνῶν καὶ Ἐλευσῖνος ἐν CIA. ΙΙΙ. 296. 702.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui porte des pierres;
2λιθοφόρος machine à lancer des pierres.
Étymologie: λίθος, φέρω.

Greek Monolingual

-ο, θηλ. και -α (AM λιθοφόρος -ον)
αυτός που μεταφέρει πέτρες
αρχ.
το αρσ. ως ουσ.λιθοφόρος
α) ιερατικό αξίωμα
β) η πολιορκητική μηχανή λιθοβόλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιθ(ο)- + φόρος (< φέρω)].

Greek Monotonic

λῐθοφόρος: -ον (φέρω), αυτός που κουβαλάει, μεταφέρει λίθους· ως ουσ., = λιθοβόλος, σε Πολύβ.

Russian (Dvoretsky)

λῐθοφόρος: II ὁ Polyb. = λιθοβόλος.
служащий для перевозки камней (ὁλκάδες Diod.).

Middle Liddell

λῐθο-φόρος, ον φέρω
carrying stones:—as substantive, = λιθοβόλος, Polyb.