ἑνόω: Difference between revisions
Ξένοισι πιστοῖς πιστὸς ὢν γίγνου φίλος → Amicus esto fidus in fidum hospitem → Erweise treuen Fremden dich als treuer Freund
m (Text replacement - "<*>" to "<abbr title="Illegible text in print source">†</abbr>") |
m (Text replacement - " esp. in " to " especially in ") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=enoo | |Transliteration C=enoo | ||
|Beta Code=e(no/w | |Beta Code=e(no/w | ||
|Definition=(εἷς) <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[make one]], [[unite]], λίαν τὴν πόλιν <span class="bibl">Arist.<span class="title">Pol.</span>1261b10</span><abbr title="Illegible text in print source">†</abbr> [[τὰ]] ἐναντιώτατα Archyt. ap. Stob.1.41.2; τὰ πολυμιγῆ Herm. ap. eund.<span class="bibl">1.49.3</span>; τὸ ἀκούειν τῷ πράττειν <span class="bibl">Ph.1.609</span>: <b class="b3">ἑνοῦν τινὰ τῇ γῇ</b> to bury him, <span class="bibl">Philostr.<span class="title">Im.</span>2.29</span>; of [[mixing]] drugs, ἀκριβῶς ἕνωσον Dsc.<span class="title">Eup.</span> 1.13, cf. 1.31 (Pass.):—Pass., <span class="bibl">Ph.1.471</span>, al., <span class="bibl">Cleom.2.1</span>, etc.; ἡνῶσθαι τὰ πάντα <span class="bibl">Arr.<span class="title">Epict.</span>1.14.2</span>; λίμνη . . ἡνωμένη τῇ θαλάσσῃ <span class="bibl">Ath.7.311d</span>; <b class="b3">τὰ φύσει ἡνωμένα</b> [[things united]] by nature, Longin.22.3; τὰ ἡ. [[propositions couched in the singular number]], Id.24.1; [[ἡνωμένοι]], opp. [[ἀσύντακτοι]], of troops, <span class="bibl">J.<span class="title">BJ</span>3.2.2</span>; | |Definition=(εἷς) <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[make one]], [[unite]], λίαν τὴν πόλιν <span class="bibl">Arist.<span class="title">Pol.</span>1261b10</span><abbr title="Illegible text in print source">†</abbr> [[τὰ]] ἐναντιώτατα Archyt. ap. Stob.1.41.2; τὰ πολυμιγῆ Herm. ap. eund.<span class="bibl">1.49.3</span>; τὸ ἀκούειν τῷ πράττειν <span class="bibl">Ph.1.609</span>: <b class="b3">ἑνοῦν τινὰ τῇ γῇ</b> to bury him, <span class="bibl">Philostr.<span class="title">Im.</span>2.29</span>; of [[mixing]] drugs, ἀκριβῶς ἕνωσον Dsc.<span class="title">Eup.</span> 1.13, cf. 1.31 (Pass.):—Pass., <span class="bibl">Ph.1.471</span>, al., <span class="bibl">Cleom.2.1</span>, etc.; ἡνῶσθαι τὰ πάντα <span class="bibl">Arr.<span class="title">Epict.</span>1.14.2</span>; λίμνη . . ἡνωμένη τῇ θαλάσσῃ <span class="bibl">Ath.7.311d</span>; <b class="b3">τὰ φύσει ἡνωμένα</b> [[things united]] by nature, Longin.22.3; τὰ ἡ. [[propositions couched in the singular number]], Id.24.1; [[ἡνωμένοι]], opp. [[ἀσύντακτοι]], of troops, <span class="bibl">J.<span class="title">BJ</span>3.2.2</span>; especially in Philos., [[unified]], τὸ μὲν ὂν ἀριθμὸς ἡνωμένος <span class="bibl">Plot.6.6.9</span>; <b class="b3">τὸ ἡ</b>., = [[τὸ ὄν]], <span class="bibl">Dam.<span class="title">Pr.</span>20</span>, cf. <span class="bibl">68</span>, al.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 12:45, 14 September 2021
English (LSJ)
(εἷς) A make one, unite, λίαν τὴν πόλιν Arist.Pol.1261b10† τὰ ἐναντιώτατα Archyt. ap. Stob.1.41.2; τὰ πολυμιγῆ Herm. ap. eund.1.49.3; τὸ ἀκούειν τῷ πράττειν Ph.1.609: ἑνοῦν τινὰ τῇ γῇ to bury him, Philostr.Im.2.29; of mixing drugs, ἀκριβῶς ἕνωσον Dsc.Eup. 1.13, cf. 1.31 (Pass.):—Pass., Ph.1.471, al., Cleom.2.1, etc.; ἡνῶσθαι τὰ πάντα Arr.Epict.1.14.2; λίμνη . . ἡνωμένη τῇ θαλάσσῃ Ath.7.311d; τὰ φύσει ἡνωμένα things united by nature, Longin.22.3; τὰ ἡ. propositions couched in the singular number, Id.24.1; ἡνωμένοι, opp. ἀσύντακτοι, of troops, J.BJ3.2.2; especially in Philos., unified, τὸ μὲν ὂν ἀριθμὸς ἡνωμένος Plot.6.6.9; τὸ ἡ., = τὸ ὄν, Dam.Pr.20, cf. 68, al.
German (Pape)
[Seite 851] vereinigen, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἑνόω: μέλλ. -ώσω, (ἓν) ἑνώνω, τὴν πόλιν Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 2, 8, πρβλ. Ἀρχύταν ἐν Στοβ. Ἐκλογ. 1. 714, Ἑρμῆν αὐτόθι 1. 802: - ἑνοῦν τινα τῇ γῇ, θάπτειν αὐτόν, Φιλόστρ. 854: - Παθ., λίμνη... ἡ ἡνωμένη τῇ θαλάσσῃ Ἀθήν. 311D˙ τὰ φύσει ἡνωμένα, τὰ ἐκ φύσεως ἡνωμένα, Λογγῖνος 22. 3˙ τὰ ἡνωμένα, ὀνόματα ἢ προτάσεις καθ’ ἑνικὸν ἀριθμόν, ὁ αὐτ. 24, 1˙ (ἀόρ. ἡνώθην οὐχὶ ἡνωσάμην, ὅρα Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 442, καὶ Ἀθηνᾶς τ. Α΄, σ. 71-78, ἔνθα μακρὸς γίνεται λόγος περὶ τοῦ ἑνόω).
Spanish (DGE)
• Morfología: [act. ind. pres. 3a plu. ἑνῶσιν Iul.Ascal.13.1]
I tr.
1 unificar partes o elementos, integrar bajo una unidad superior τὴν πόλιν Arist.Pol.1261b10, ἡ φύσις ... ἑνοῖ τὰ πολυμιγῆ πρὸς τὴν τῶν ἀστέρων ἁρμονίαν Corp.Herm.Fr.20.7
•en fil. neopl. τὸ ἡνωμένον lo unificado, componente unificado como principio subyacente a la pluralidad, Dam.Pr.1, 20, πᾶν πλῆθος ἢ ἐξ ἡνωμένων ἐστὶν ἢ ἐξ ἑνάδων Procl.Inst.6.
2 unir, juntar, disponer una cosa junto a otra, agrupar τὰ ἀγάλματα τῶν θεῶν Αἰγύπτιοι τὼ πόδε ζευγνύοντες καὶ ὥσπερ ἑνοῦντες ἱστᾶσιν Hld.3.13.3, δρέπανον ... τὸ πάντα διχάζειν καὶ μηδὲν ἑνοῦν Artem.2.24, οὐκ ὄντος τοῦ ἄλλο πρὸς ἄλλο μέρος αὐτοῦ ἑνοῦντος Plot.6.6.1, en v. pas. ἑνουμένην δὲ τὴν τῶν πολεμίων δύναμιν οὐχ ὑπομείνας I.BI 1.163.
3 medic. cerrar, cicatrizar heridas βοτάνην ἣ ... ἑνώσει πληγάς Hld.1.8.5, πτίλον ... περιστερᾶς ... τὰς ἐκ πληγῆς ῥήξεις τῶν ὀφθαλμῶν ἑνοῖ καὶ ἰᾶται Cyran.3.37.14.
4 farm. unir, mezclar gener. ingredientes machacados en un mortero, c. ac. y dat. ἐμβαλὼν ἐν θυίᾳ τὸ μέλι ... ἕνωσον αὐτῷ τὸ ὕδωρ Aët.5.140, en v. pas. τυρὸς ... ἀφεψήματι κρέως ὑείου δευθεὶς καὶ ἑνωθεὶς ἐν θυίᾳ καλῶς Orib.Eup.4.116.12, cf. Gal.13.346
•c. ac. y giro prep. λαβὼν τὸ ὕλισμα ἕνωσον αὐτὸ μετὰ τοῦ φάβατος εἰς ἰγδίον Hippiatr.Lugd.81, en v. pas. μυελὸς τοῦ προβάτου ἑνούμενος μετὰ χηνείου στέατος Hippiatr.Lugd.87
•c. dos ac. βούτυρον καὶ ψιμύθιον ἴσα ἐπιμελῶς ἑνώσας χρῶ Gal.13.731, cf. Orib.Eup.1.13.8
•ref. otros preparados θυμιῶντες ἑνῶσιν ὑπὸ τοὺς σχοίνους ἢ τὴν ἐρέαν τὸ πῦρ καὶ τὸ θεῖον al fumigar unen bajo los juncos o la lana el fuego y el azufre Iul.Ascal.l.c.
•fundir metales, en v. pas. τὰ ἑνούμενα σίδηρα Artem.2.37 (p.172).
II intr. en v. med.-pas.
1 unirse, juntarse en uno anat. (φλέβες) ἡνωμέναι Hp.Oss.17, οἱ ... δύο μύες ἑνούμενοί τε καὶ συμφυόμενοι Gal.18(2).981, cf. 3.558
•unirse, fundirse en un único ser, hacerse uno εἴχοντο ἀλλήλοις ... ὥσπερ ἡνωμένοι Hld.2.6.3, ὅταν ἑνουμένων δύο λέξεων ... ε ... εἰς υ μεταβληθῇ οἷον ‘τὸ ἔλαιον τοὔλαιον’ Trypho Pass.3.11, ἀσυγχύτως ἥνωται τῷ σώματι ἡ ψυχή Nemes.Nat.Hom.3.131, de los cristianos ἑνώθητε τῷ ἐπισκόπῳ Ign.Magn.6.2, κατὰ σάρκα καὶ πνεῦμα ἡνωμένοις πάσῃ ἐντολῇ αὐτοῦ Ign.Rom.proem., ὅσον γὰρ ἑνοῦταί τις τῷ πλησίον, τοσοῦτον ἑνοῦται τῷ Θεῷ Dor.Ab.Doct.77, cf. Hsch.H.Hom.18.6.16
•gener. en perf. ser uno, ser una unidad, formar una unidad διάσκεψαι τὰ μέρη, ὡς τόποις μὲν διέζευκται (ὁ κόσμος), δυνάμεσι δὲ ἥνωται Ph.1.471, ἐπὶ τὴν ἁπλῆν καὶ ἡνωμένην τῶν νοητῶν θεαμάτων ἀλήθειαν Dion.Ar.DN 1.4, οὐ δοκεῖ σοι ... ἡνῶσθαι τὰ πάντα; ¿no te parece que todo forma parte de una unidad? Arr.Epict.1.14.2, de las personas de la Trinidad θεόν ... καὶ υἱὸν ... καὶ πνεῦμα ἅγιον, ἑνούμενα ... κατὰ δύναμιν Athenag.Leg.24.2, cf. 12.3, πνευματικῶς ἡνωμένος τῷ πατρί de Cristo, Ign.Sm.3.3
•estar unido ἀδελφαὶ ... ἑνοῦνται φύσει καὶ συγγενείᾳ μιᾷ Ph.2.304, τὰ φύσει ἡνωμένα καὶ ἀδιανέμητα ... ταῖς ὑπερβάσεσιν ἀπ' ἀλλήλων ἄγειν separar unos de otros mediante hipérbatos elementos unidos por naturaleza e inseparables Longin.22.3.
2 unirse, juntarse, ponerse juntos, en perf. estar juntos o uno al lado del otro σύγκεινται δὲ στιχηδὸν ἄλλος ἐπ' ἄλλον ἡνώμενος están dispuestas en fila cada una unida a la siguiente las cañas de la siringe, Ach.Tat.8.6.3, ἡνωμένοι bien formados, en formación compacta de tropas, op. ἀσύντακτοι ‘desordenados’, I.BI 3.15
•contiguo, adyacente συνοικίας δύο ἡννομένας (sic) ἀλλήλ(αις) PSI 1159.20 (II d.C.), τὸ ἡνωμένον αὐτῷ (τῷ ἐργαστηρίῳ) σύστρωμα ποδῶν συστρώσαντες ISultan 511.13 (imper.).
Russian (Dvoretsky)
ἑνόω: объединять, соединять (ἀρρενότης καὶ θηλύτης ἡνωμέναι ἔν τινι Arst.; σώματα ἡνωμένα καὶ συμφυῆ Plut.).