καταθορυβώ: Difference between revisions

From LSJ

ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητοςwhere there is no pain, no sorrow, no sighing, but life everlasting

Source
(19)
 
mNo edit summary
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(Α καταθορυβῶ, -έω)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[δημιουργώ]] πολύ θόρυβο, [[χαλώ]] τον κόσμο<br /><b>νεοελλ.-αρχ.</b><br />[[κάνω]] κάποιον να ανησυχήσει, τον [[αναστατώνω]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ζαλίζω]] κάποιον με τον θόρυβο, [[κάνω]] κάποιον να τά χάσει.
|mltxt=(Α [[καταθορυβῶ]], [[καταθορυβέω]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[δημιουργώ]] πολύ θόρυβο, [[χαλώ]] τον κόσμο<br /><b>νεοελλ.-αρχ.</b><br />[[κάνω]] κάποιον να ανησυχήσει, τον [[αναστατώνω]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ζαλίζω]] κάποιον με τον θόρυβο, [[κάνω]] κάποιον να τά χάσει.
}}
}}

Latest revision as of 08:16, 3 October 2021

Greek Monolingual

καταθορυβῶ, καταθορυβέω)
νεοελλ.
δημιουργώ πολύ θόρυβο, χαλώ τον κόσμο
νεοελλ.-αρχ.
κάνω κάποιον να ανησυχήσει, τον αναστατώνω
αρχ.
ζαλίζω κάποιον με τον θόρυβο, κάνω κάποιον να τά χάσει.