στοιχειόω: Difference between revisions
From LSJ
Κατὰ τὴν ἰδίαν φρόνησιν οὐδεὶς εὐτυχεῖ → Suo arbitratu nullus est felix satis → Kein Mensch nach seinem eignen Denken glücklich ist
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - " ," to ",") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''στοιχειόω''': [[διδάσκω]] τὰ πρῶτα στοιχεῖα, [[καταρτίζω]] ἢ [[διδάσκω]] στοιχειωδῶς, Χρύσιππ. παρὰ Πλουτ. 2. 1036Α. - Παθητ., ἀσκοῦμαι, παιδεύομαι, Ἐκκλ. ΙΙ. [[μαγεύω]], «στοιχειώνω», Τζέτζ. εἰς Ἰλ. σ. 93. - Ἴδε Κόντον ἐν Ἀθηνᾶς τ. Ζ΄ , σ. 42. | |lstext='''στοιχειόω''': [[διδάσκω]] τὰ πρῶτα στοιχεῖα, [[καταρτίζω]] ἢ [[διδάσκω]] στοιχειωδῶς, Χρύσιππ. παρὰ Πλουτ. 2. 1036Α. - Παθητ., ἀσκοῦμαι, παιδεύομαι, Ἐκκλ. ΙΙ. [[μαγεύω]], «στοιχειώνω», Τζέτζ. εἰς Ἰλ. σ. 93. - Ἴδε Κόντον ἐν Ἀθηνᾶς τ. Ζ΄, σ. 42. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Revision as of 10:05, 9 January 2022
English (LSJ)
A instruct in the basic principles (στοιχεῖα), Chrysipp.Stoic.2.39, Phot.:—Pass., -ωθήσεται will be instructed, Ael.Tact. Prooem.5, cf. Ath.Mech.5.5.
German (Pape)
[Seite 946] die Anfangsgründe lehren, Chrysipp. bei Plut. de stoic. repugn. 10.
Greek (Liddell-Scott)
στοιχειόω: διδάσκω τὰ πρῶτα στοιχεῖα, καταρτίζω ἢ διδάσκω στοιχειωδῶς, Χρύσιππ. παρὰ Πλουτ. 2. 1036Α. - Παθητ., ἀσκοῦμαι, παιδεύομαι, Ἐκκλ. ΙΙ. μαγεύω, «στοιχειώνω», Τζέτζ. εἰς Ἰλ. σ. 93. - Ἴδε Κόντον ἐν Ἀθηνᾶς τ. Ζ΄, σ. 42.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
assigner ou admettre comme éléments.
Étymologie: στοιχεῖον.
Russian (Dvoretsky)
στοιχειόω: полагать в качестве основ, считать первоначалами (τὰ ἐναντία Plut.).