χρέμμα: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - " ," to ",") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''χρέμμα''': τό, τὸ ἀποχρεμπτόμενον καὶ ἀποπτυόμενον, πτύελον, «ῥόχαλον» , Διογ. Λ. 2. 67. | |lstext='''χρέμμα''': τό, τὸ ἀποχρεμπτόμενον καὶ ἀποπτυόμενον, πτύελον, «ῥόχαλον», Διογ. Λ. 2. 67. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 10:05, 9 January 2022
English (LSJ)
ατος, τό, A spittle, expecloration, D.L.2.67 (sed leg. κράματι).
German (Pape)
[Seite 1370] τό, Auswurf, Spucke, D. L. u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
χρέμμα: τό, τὸ ἀποχρεμπτόμενον καὶ ἀποπτυόμενον, πτύελον, «ῥόχαλον», Διογ. Λ. 2. 67.
Greek Monolingual
-ατος, τὸ, Α χρέμπτομαί
φλέμα, απόχρεμμα, ρόχαλο.
Russian (Dvoretsky)
χρέμμα: ατος τό χρέμπτομαι плевок Diog. L.