ἀχορηγησία: Difference between revisions
From LSJ
ἕτερος ἐξ ἑτέρου σοφός τό τε πάλαι τό τε νῦν → one gets his skill from another, now as in days of old
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - " ," to ",") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀχορηγησία''': ἡ, [[ἔλλειψις]] τῶν ἐπιτηδείων, Πολύβ. 28. 8, 6· ἐφθαρμένος [[τύπος]] τοῦ ἀχορηγία , [[αὐτόθι]] 5. 28, 4. | |lstext='''ἀχορηγησία''': ἡ, [[ἔλλειψις]] τῶν ἐπιτηδείων, Πολύβ. 28. 8, 6· ἐφθαρμένος [[τύπος]] τοῦ ἀχορηγία, [[αὐτόθι]] 5. 28, 4. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Revision as of 10:10, 9 January 2022
English (LSJ)
ἡ, A want of supplies, Plb.5.28.4, 28.8.6.
German (Pape)
[Seite 419] ἡ, Mangel an Zufuhr u. Mitteln überhaupt, Pol. 28, 8.
Greek (Liddell-Scott)
ἀχορηγησία: ἡ, ἔλλειψις τῶν ἐπιτηδείων, Πολύβ. 28. 8, 6· ἐφθαρμένος τύπος τοῦ ἀχορηγία, αὐτόθι 5. 28, 4.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ falta de recursos materiales Plb.28.8.6.
Greek Monolingual
ἀχορηγησία και ἀχορηγία, η (Α)
έλλειψη προμηθειών ή εφοδίων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. αχορηγησία < αχορήγητος και ο τ. αχορηγία < α- στερ. + χορηγία.
Russian (Dvoretsky)
ἀχορηγησία: ἡ недостаток или отсутствие средств к существованию Polyb.