ἀναδίπλωσις: Difference between revisions
Δεινότερον οὐδὲν ἄλλο μητρυιᾶς κακόν → Nulla est noverca pestis exitalior → Kein schlimmres Übel gibt's als eine Stiefmutter
m (Text replacement - " esp. in " to " especially in ") |
m (Text replacement - " ," to ",") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀναδίπλωσις''': εως , ἡ, ἡ [[δίπλωσις]], ἐπὶ τῶν ἐντέρων τῶν ζῴων, «μείζω δὲ καὶ ἀναδιπλώσεις ἔχοντα πολλὰς τὰ τῶν κερασφόρων ἐστί», Ἀριστ. περὶ Μορ. Ζ. 3. 14, 19, Ἱστ. Ζ. 2. 17, 25. 2) ἐν τῇ Ῥητ., [[ἐπανάληψις]], ὡς π.χ. Ὦ φίλταθ’, ὥς μ’ ἀπώλεσας· ἀπώλεσας δῆτ’, Σοφ. Ἠλέκ. 1163. 3) παρὰ Γραμμ., [[ἀναδιπλασιασμός]]. | |lstext='''ἀναδίπλωσις''': εως, ἡ, ἡ [[δίπλωσις]], ἐπὶ τῶν ἐντέρων τῶν ζῴων, «μείζω δὲ καὶ ἀναδιπλώσεις ἔχοντα πολλὰς τὰ τῶν κερασφόρων ἐστί», Ἀριστ. περὶ Μορ. Ζ. 3. 14, 19, Ἱστ. Ζ. 2. 17, 25. 2) ἐν τῇ Ῥητ., [[ἐπανάληψις]], ὡς π.χ. Ὦ φίλταθ’, ὥς μ’ ἀπώλεσας· ἀπώλεσας δῆτ’, Σοφ. Ἠλέκ. 1163. 3) παρὰ Γραμμ., [[ἀναδιπλασιασμός]]. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Revision as of 10:15, 9 January 2022
English (LSJ)
εως, ἡ, A convolution, τοῦ ἐντέρου Arist. HA508b13, PA675b2. 2 repetition, duplication, Ph.2.56, Phlp. in Mete.103.37; especially in Rhet. (cf. ἐπαναδίπλωσις), Demetr.Eloc.66, al., Alex Fig.2.2, etc. 3 Medic., double infection, in malarial fevers, etc., Gal.7.369, al., cf. Alex.Trall.Febr.2. 4 Gramm., reduplication, Trypho Fr.12.
German (Pape)
[Seite 187] ἡ, die Wiederverdoppelung, Gramm.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναδίπλωσις: εως, ἡ, ἡ δίπλωσις, ἐπὶ τῶν ἐντέρων τῶν ζῴων, «μείζω δὲ καὶ ἀναδιπλώσεις ἔχοντα πολλὰς τὰ τῶν κερασφόρων ἐστί», Ἀριστ. περὶ Μορ. Ζ. 3. 14, 19, Ἱστ. Ζ. 2. 17, 25. 2) ἐν τῇ Ῥητ., ἐπανάληψις, ὡς π.χ. Ὦ φίλταθ’, ὥς μ’ ἀπώλεσας· ἀπώλεσας δῆτ’, Σοφ. Ἠλέκ. 1163. 3) παρὰ Γραμμ., ἀναδιπλασιασμός.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
1 repliegue τοῦ ἐντέρου Arist.HA 508b13, PA 675b2, de una galaxia, Phlp.in Mete.103.37.
2 repetición de un sueño, Ph.2.56
•en ret. anadiplosis o epanalepsis Demetr.Eloc.66, 140, Alex.Fig.2.2, Phoeb.Fig.2.4, Sud.s.u. Γοργίας
•gram. reduplicación Trypho Pass.12 (p.6).
3 medic. doble fiebre (continua y al tiempo con oscilaciones), Gal.7.369, cf. Alex.Trall.1.317.10.
Russian (Dvoretsky)
ἀναδίπλωσις: εως ἡ досл. сдвоенность, перен. извилистость, извилина: ἀναδιπλώσεις ἔχειν πολλάς Arst. иметь многочисленные извилины, быть очень извилистым (о кишечнике позвоночных).