λυμεωνεύομαι: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - "ταῡτα" to "ταῦτα") |
m (Text replacement - "v. l." to "v.l.") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''λῡμεωνεύομαι:''' Polyb. v. l. = [[λυμαίνομαι]]. | |elrutext='''λῡμεωνεύομαι:''' Polyb. [[varia lectio|v.l.]] = [[λυμαίνομαι]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 11:45, 9 January 2022
English (LSJ)
A play or act the λυμεών, Plb.5.5.8.
Greek (Liddell-Scott)
λυμεωνεύομαι: ἀποθ., = λυμαίνομαι, διάφ. γραφ. ἐν Πολυβ. 5. 5, 8.
Greek Monolingual
λυμεωνεύομαι (Α) λυμεών
έχω τη διάθεση να ενεργήσω ως λυμεώνας, καταστρεπτικά («οὗτοι μὲν οὖν λυμεωνευόμενοι ταῦτα καὶ τὰ τοιαῡτα συνεβούλευον», Πολ.).
Russian (Dvoretsky)
λῡμεωνεύομαι: Polyb. v.l. = λυμαίνομαι.