περίπλικτος: Difference between revisions

From LSJ

αὐτῇ τῇ ψυχῇ αὐτὴν τὴν ψυχὴν θεωροῦντα ἐξαίφνης ἀποθανόντος ἑκάστου → beholding with very soul the very soul of each immediately upon his death

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "v. l." to "v.l.")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''περίπλικτος:''' Theocr. v. l. = [[περίπλεκτος]].
|elrutext='''περίπλικτος:''' Theocr. [[varia lectio|v.l.]] = [[περίπλεκτος]].
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[περίπλικτος]], ον,<br />crossed, Luc. [from [[περιπλίσσομαι]]
|mdlsjtxt=[[περίπλικτος]], ον,<br />crossed, Luc. [from [[περιπλίσσομαι]]
}}
}}

Revision as of 12:05, 9 January 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περίπλικτος Medium diacritics: περίπλικτος Low diacritics: περίπλικτος Capitals: ΠΕΡΙΠΛΙΚΤΟΣ
Transliteration A: perípliktos Transliteration B: peripliktos Transliteration C: peripliktos Beta Code: peri/pliktos

English (LSJ)

ον, A crossing, ποσσὶ π., of dancers, Theoc.18.8 (v.l. -πλέκτοις).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
var. de περίπλεκτος.

Greek Monolingual

-ον, Α περιπλίσσομαι
(για τα σκέλη χορευτών) περίπλεκτος.

Greek Monotonic

περίπλικτος: -ον, διασταυρωμένος, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

περίπλικτος: Theocr. v.l. = περίπλεκτος.

Middle Liddell

περίπλικτος, ον,
crossed, Luc. [from περιπλίσσομαι