ἀλάθεια: Difference between revisions

From LSJ

Βίος κέκληται δ' ὡς βίᾳ πορίζεται → Vi quia paratur vita, vita dicitur → Weil's auf gewaltsamem Streben beruht, heißt's Lebensgut

Menander, Monostichoi, 66
(1)
m (Text replacement - "v. l." to "v.l.")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{Slater
{{Slater
|sltr=<b>ᾰλᾱθεια</b> (-ει(α), -είας, -είᾳ, -ειαν, -εια) <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[truth]] <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>a</b> τελεύταθεν δὲ λόγων κορυφαὶ ἐν ἀλαθείᾳ [[πετοῖσαι]] (O. 7.69) Οὐλυμπία, δέσποιν' ἀλαθείας (O. 8.2) ὅ τ' ἐξελέγχων [[μόνος]] ἀλάθειαν ἐτήτυμον [[χρόνος]] (O. 10.54) εἰ δὲ νόῳ [[τις]] ἐχει θνατῶν ἀλαθείας ὁδόν (P. 3.103) οὔ [[τοι]] ἅπασα [[κερδίων]] φαίνοισα [[πρόσωπον]] ἀλάθεἰ [[ἀτρεκής]] (v. l. ἀτρεκές.) (N. 5.17) εἰ γὰρ ἦν ἓ τὰν ἀλάθειαν ἰδέμεν (N. 7.25) φυλάξαι ῥῆμ' ἀλαθείας λτ;γτ; [[ἄγχιστα]] βαῖνον, χρήματα χρήματ [[ἀνήρ]]” (ἐτᾶς supp. Bergk: ὁδῶν Hermann.) (I. 2.10) <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>b</b> pro pers. [[θυγάτηρ]] Ἀλάθεια [[Διός]] (O. 10.4) ἀρχὰ μεγάλας ἀρετᾶς, ὤνασσ' Ἀλάθεια fr. 205.
|sltr=<b>ᾰλᾱθεια</b> (-ει(α), -είας, -είᾳ, -ειαν, -εια) <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[truth]] <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>a</b> τελεύταθεν δὲ λόγων κορυφαὶ ἐν ἀλαθείᾳ [[πετοῖσαι]] (O. 7.69) Οὐλυμπία, δέσποιν' ἀλαθείας (O. 8.2) ὅ τ' ἐξελέγχων [[μόνος]] ἀλάθειαν ἐτήτυμον [[χρόνος]] (O. 10.54) εἰ δὲ νόῳ [[τις]] ἐχει θνατῶν ἀλαθείας ὁδόν (P. 3.103) οὔ [[τοι]] ἅπασα [[κερδίων]] φαίνοισα [[πρόσωπον]] ἀλάθεἰ [[ἀτρεκής]] ([[varia lectio|v.l.]] ἀτρεκές.) (N. 5.17) εἰ γὰρ ἦν ἓ τὰν ἀλάθειαν ἰδέμεν (N. 7.25) φυλάξαι ῥῆμ' ἀλαθείας λτ;γτ; [[ἄγχιστα]] βαῖνον, χρήματα χρήματ [[ἀνήρ]]” (ἐτᾶς supp. Bergk: ὁδῶν Hermann.) (I. 2.10) <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>b</b> pro pers. [[θυγάτηρ]] Ἀλάθεια [[Διός]] (O. 10.4) ἀρχὰ μεγάλας ἀρετᾶς, ὤνασσ' Ἀλάθεια fr. 205.
}}
}}
{{DGE
{{DGE

Revision as of 12:10, 9 January 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀλάθεια Medium diacritics: ἀλάθεια Low diacritics: αλάθεια Capitals: ΑΛΑΘΕΙΑ
Transliteration A: alátheia Transliteration B: alatheia Transliteration C: alatheia Beta Code: a)la/qeia

English (LSJ)

ἀλᾱθής, Dor. for ἀλήθ-.

Greek (Liddell-Scott)

ἀλάθεια: ἀλᾱθής, Δωρ. ἀντὶ ἀλήθεια, ἀληθής.

French (Bailly abrégé)

dor. c. ἀλήθεια.

English (Slater)

ᾰλᾱθεια (-ει(α), -είας, -είᾳ, -ειαν, -εια)
   1 truth
   a τελεύταθεν δὲ λόγων κορυφαὶ ἐν ἀλαθείᾳ πετοῖσαι (O. 7.69) Οὐλυμπία, δέσποιν' ἀλαθείας (O. 8.2) ὅ τ' ἐξελέγχων μόνος ἀλάθειαν ἐτήτυμον χρόνος (O. 10.54) εἰ δὲ νόῳ τις ἐχει θνατῶν ἀλαθείας ὁδόν (P. 3.103) οὔ τοι ἅπασα κερδίων φαίνοισα πρόσωπον ἀλάθεἰ ἀτρεκής (v.l. ἀτρεκές.) (N. 5.17) εἰ γὰρ ἦν ἓ τὰν ἀλάθειαν ἰδέμεν (N. 7.25) φυλάξαι ῥῆμ' ἀλαθείας λτ;γτ; ἄγχιστα βαῖνον, χρήματα χρήματ ἀνήρ” (ἐτᾶς supp. Bergk: ὁδῶν Hermann.) (I. 2.10)
   b pro pers. θυγάτηρ Ἀλάθεια Διός (O. 10.4) ἀρχὰ μεγάλας ἀρετᾶς, ὤνασσ' Ἀλάθεια fr. 205.

Spanish (DGE)

dór. v. ἀλήθεια.

Greek Monotonic

ἀλάθεια: ἀλᾱθής, Δωρ. αντί ἀλήθ-.

Russian (Dvoretsky)

ἀλάθεια: ἡ дор. = ἀλήθεια.