σταθηρός: Difference between revisions
From LSJ
ἐπὶ τῷ μὴ κοινωνικῶς χρῆσθαι τοῖς εὐτυχήμασι → for not having used their success in a spirit of partnership
m (Text replacement - "v. l." to "v.l.") |
|||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0927.png Seite 927]] = [[σταθερός]], E. M; μεσημβρίας σταθηρᾶς Alciphr. 3, 12, u. sonst, auch als v. l. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0927.png Seite 927]] = [[σταθερός]], E. M; μεσημβρίας σταθηρᾶς Alciphr. 3, 12, u. sonst, auch als [[varia lectio|v.l.]] | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 12:10, 9 January 2022
English (LSJ)
στᾰθηρότης, late forms of σταθερός, σταθερότης, the former in Ph.1.244, Iamb.Comm.Math.34 (Adv. A -ρῶς Mich.in EN 592.24), the latter in Eustr.in EN98.33.
German (Pape)
[Seite 927] = σταθερός, E. M; μεσημβρίας σταθηρᾶς Alciphr. 3, 12, u. sonst, auch als v.l.
Greek (Liddell-Scott)
στᾰθηρός: σταθηρότης, μεταγενέστ. τύποι τῶν σταθερός, σταθερότης, S häf. εἰς Διον. Ἁλ. π. π. Συνθ. σ. 338.
Greek Monolingual
-ά, -όν, Α
βλ. σταθερός.
Russian (Dvoretsky)
σταθηρός: Arst. = σταθερός.