κοχλιάζων: Difference between revisions

From LSJ

Εἰ θνητὸς εἶ, βέλτιστε, θνητὰ καὶ φρόνει → Mortalis quum sis, intra mortalem sape → Bist sterblich du, mein Bester, denk auch Sterbliches

Menander, Monostichoi, 173
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "v.l. " to "v.l. ")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kochliazon
|Transliteration C=kochliazon
|Beta Code=koxlia/zwn
|Beta Code=koxlia/zwn
|Definition=οντος, ὁ, in a machine, a kind of [[κοχλίας]], <span class="bibl">Orib.49.20.6</span> (v.l. -άξων).
|Definition=οντος, ὁ, in a machine, a kind of [[κοχλίας]], <span class="bibl">Orib.49.20.6</span> ([[varia lectio|v.l.]] -άξων).
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κοχλιάζων]], -οντος και κοχλιάξων, -ονος ὁ (Α)<br />[[είδος]] κοχλία που χρησιμοποιούνταν ως [[εξάρτημα]] μηχανής.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[κοχλιάζων]] δίνει την [[εντύπωση]] μετοχής ενεστ. ενός αμάρτυρου ρ. <i>κοχλιάζω</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κοχλίας]]). Ο παρλλ. τ. <i>κοχλιάξων</i> σχηματίστηκε πιθ. με [[επίδραση]] του [[ἄξων]].
|mltxt=[[κοχλιάζων]], -οντος και κοχλιάξων, -ονος ὁ (Α)<br />[[είδος]] κοχλία που χρησιμοποιούνταν ως [[εξάρτημα]] μηχανής.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[κοχλιάζων]] δίνει την [[εντύπωση]] μετοχής ενεστ. ενός αμάρτυρου ρ. <i>κοχλιάζω</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κοχλίας]]). Ο παρλλ. τ. <i>κοχλιάξων</i> σχηματίστηκε πιθ. με [[επίδραση]] του [[ἄξων]].
}}
}}

Revision as of 18:40, 11 January 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κοχλιάζων Medium diacritics: κοχλιάζων Low diacritics: κοχλιάζων Capitals: ΚΟΧΛΙΑΖΩΝ
Transliteration A: kochliázōn Transliteration B: kochliazōn Transliteration C: kochliazon Beta Code: koxlia/zwn

English (LSJ)

οντος, ὁ, in a machine, a kind of κοχλίας, Orib.49.20.6 (v.l. -άξων).

Greek Monolingual

κοχλιάζων, -οντος και κοχλιάξων, -ονος ὁ (Α)
είδος κοχλία που χρησιμοποιούνταν ως εξάρτημα μηχανής.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κοχλιάζων δίνει την εντύπωση μετοχής ενεστ. ενός αμάρτυρου ρ. κοχλιάζω (< κοχλίας). Ο παρλλ. τ. κοχλιάξων σχηματίστηκε πιθ. με επίδραση του ἄξων.