πολεμήιος: Difference between revisions

From LSJ

ἔχεις δὲ τῶν κάτωθεν ἐνθάδ᾽ αὖ θεῶν ἄμοιρον, ἀκτέριστον, ἀνόσιον νέκυν → and you have kept here something belonging to the gods below, a corpse deprived, unburied, unholy | but keepest in this world one who belongs to the gods infernal, a corpse unburied, unhonoured, all unhallowed

Source
(1ba)
m (Text replacement - "συχν." to "συχν.")
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''πολεμήιος''': -ον, Ἰων. ἐπίθ. ([[διότι]] δὲν ὑπάρχει Ἀττ. [[τύπος]] εἰς -ειος), [[φιλοπόλεμος]], [[πολεμικός]], [[συχν]]. παρ’ Ὁμ. ([[μάλιστα]] ἐν Ἰλ.)· πολεμήια ἔργα Ἰλ. Β. 338, κτλ.· [[ὡσαύτως]], π. τεύχεα Ἰλ. Η. 193, Ἡσ. Ἀσπὶς Ἡρ. 238· πολεμήια = τὰ πολέμια, Ἡρόδ. 5. 111.
|lstext='''πολεμήιος''': -ον, Ἰων. ἐπίθ. ([[διότι]] δὲν ὑπάρχει Ἀττ. [[τύπος]] εἰς -ειος), [[φιλοπόλεμος]], [[πολεμικός]], συχν. παρ’ Ὁμ. ([[μάλιστα]] ἐν Ἰλ.)· πολεμήια ἔργα Ἰλ. Β. 338, κτλ.· [[ὡσαύτως]], π. τεύχεα Ἰλ. Η. 193, Ἡσ. Ἀσπὶς Ἡρ. 238· πολεμήια = τὰ πολέμια, Ἡρόδ. 5. 111.
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth

Revision as of 14:50, 31 January 2022

Greek (Liddell-Scott)

πολεμήιος: -ον, Ἰων. ἐπίθ. (διότι δὲν ὑπάρχει Ἀττ. τύπος εἰς -ειος), φιλοπόλεμος, πολεμικός, συχν. παρ’ Ὁμ. (μάλιστα ἐν Ἰλ.)· πολεμήια ἔργα Ἰλ. Β. 338, κτλ.· ὡσαύτως, π. τεύχεα Ἰλ. Η. 193, Ἡσ. Ἀσπὶς Ἡρ. 238· πολεμήια = τὰ πολέμια, Ἡρόδ. 5. 111.

English (Autenrieth)

of or pertaining to war or battle, warlike.

Greek Monotonic

πολεμήιος: -ον, Ιων. επίθ. (διότι δεν υπάρχει Αττ. τύπος σε -ειος), φιλοπόλεμος, πολεμήϊα ἔργα, σε Ομήρ. Ιλ.· τεύχεα, στον ίδ.· πολεμήϊα = πολέμια, τά, σε Ηρόδ.

Middle Liddell

πολεμήιος, ον, [ionic adj.,for no attic form in -ειος exists]
warlike, πολεμήια ἔργα Il.; τεύχεα Il.; πολεμήια= πολέμια, ων, τά, Hdt.