εριδμαίνω: Difference between revisions

From LSJ

τίς δ' οἶδεν εἰ τὸ ζῆν μέν ἐστι κατθανεῖν, τὸ κατθανεῖν δὲ ζῆν κάτω νομίζεται → who knows if life is death, and if in the underworld death is considered life

Source
(14)
 
m (Text replacement - "παῑδες" to "παῖδες")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐριδμαίνω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[ερεθίζω]] («σφήκεσσιν... οὓς παῑδες ἐριδμαίνουσιν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[φιλονεικώ]], [[ερίζω]], [[εριδαίνω]]<br /><b>3.</b> [[κινώ]] σε [[φιλονεικία]]<br /><b>4.</b> (με δοτ.) [[συναγωνίζομαι]], [[αμιλλώμαι]] φιλικά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ερις</i> (θ. <i>εριδ</i>-), αναλογικά [[προς]] τα ρήματα σε -<i>μαίνω</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[πημαίνω]])].
|mltxt=[[ἐριδμαίνω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[ερεθίζω]] («σφήκεσσιν... οὓς παῖδες ἐριδμαίνουσιν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[φιλονεικώ]], [[ερίζω]], [[εριδαίνω]]<br /><b>3.</b> [[κινώ]] σε [[φιλονεικία]]<br /><b>4.</b> (με δοτ.) [[συναγωνίζομαι]], [[αμιλλώμαι]] φιλικά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ερις</i> (θ. <i>εριδ</i>-), αναλογικά [[προς]] τα ρήματα σε -<i>μαίνω</i> ([[πρβλ]]. [[πημαίνω]])].
}}
}}

Latest revision as of 11:25, 16 April 2022

Greek Monolingual

ἐριδμαίνω (Α)
1. ερεθίζω («σφήκεσσιν... οὓς παῖδες ἐριδμαίνουσιν», Ομ. Ιλ.)
2. φιλονεικώ, ερίζω, εριδαίνω
3. κινώ σε φιλονεικία
4. (με δοτ.) συναγωνίζομαι, αμιλλώμαι φιλικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ερις (θ. εριδ-), αναλογικά προς τα ρήματα σε -μαίνω (πρβλ. πημαίνω)].