παλίντοκος: Difference between revisions

From LSJ

ἔστι δίκης ὀφθαλμός ὃς τά πανθ' ὁρᾶ → there is an eye of justice that sees everything, all-seeing justice

Source
(b)
 
m (Text replacement - "παῑδες" to "παῖδες")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
(4 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0451.png Seite 451]] den Eltern entgegen, unähnlich, Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0451.png Seite 451]] den Eltern entgegen, unähnlich, Sp.
}}
{{ls
|lstext='''παλίντοκος''': -ον, [[ἀνόμοιος]] τοῖς τοκεῦσι, «[[θαυμάζω]] τὸ παλίντοκον τοῦ τῶν ἀνθρώπων γένους, καὶ πῶς οὐκ ἐξεικάζονται οἱ παῖδες τοῖς πατράσι» Κ. Μανασσ. Χρον. 2231.
}}
{{grml
|mltxt=[[παλίντοκος]], -ον (Μ)<br />ο [[ανόμοιος]] [[προς]] τους γονείς του («[[θαυμάζω]] τὸ παλίντοκον τοῦ τῶν ἀνθρώπων γένους, καὶ πῶς οὐκ ἐξεικάζονται οἱ παῖδες τοῖς πατράσι», Κ. Μανασσ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πάλιν]] <span style="color: red;">+</span> [[τόκος]] (<span style="color: red;"><</span> [[τίκτω]])].
}}
}}

Latest revision as of 11:27, 16 April 2022

German (Pape)

[Seite 451] den Eltern entgegen, unähnlich, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

παλίντοκος: -ον, ἀνόμοιος τοῖς τοκεῦσι, «θαυμάζω τὸ παλίντοκον τοῦ τῶν ἀνθρώπων γένους, καὶ πῶς οὐκ ἐξεικάζονται οἱ παῖδες τοῖς πατράσι» Κ. Μανασσ. Χρον. 2231.

Greek Monolingual

παλίντοκος, -ον (Μ)
ο ανόμοιος προς τους γονείς του («θαυμάζω τὸ παλίντοκον τοῦ τῶν ἀνθρώπων γένους, καὶ πῶς οὐκ ἐξεικάζονται οἱ παῖδες τοῖς πατράσι», Κ. Μανασσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + τόκος (< τίκτω)].