παλίντοκος
From LSJ
Οὐδείς, ὃ νοεῖς μὲν, οἶδεν, ὃ δέ ποιεῖς, βλέπει → Quid cogites, scit nemo; quid facias, patet → nicht weiß man, was du denkst, doch sieht man, was du tust
German (Pape)
[Seite 451] den Eltern entgegen, unähnlich, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
παλίντοκος: -ον, ἀνόμοιος τοῖς τοκεῦσι, «θαυμάζω τὸ παλίντοκον τοῦ τῶν ἀνθρώπων γένους, καὶ πῶς οὐκ ἐξεικάζονται οἱ παῖδες τοῖς πατράσι» Κ. Μανασσ. Χρον. 2231.
Greek Monolingual
παλίντοκος, -ον (Μ)
ο ανόμοιος προς τους γονείς του («θαυμάζω τὸ παλίντοκον τοῦ τῶν ἀνθρώπων γένους, καὶ πῶς οὐκ ἐξεικάζονται οἱ παῖδες τοῖς πατράσι», Κ. Μανασσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + τόκος (< τίκτω)].