ἀνεμόω: Difference between revisions

From LSJ

Φίλος με βλάπτων (λυπῶν) οὐδὲν ἐχθροῦ διαφέρει → Laedens amicus distat inimico nihil → Ein Freund, der schadet, ist ganz gelich mir einem Feind

Menander, Monostichoi, 530
(1a)
mNo edit summary
Line 1: Line 1:
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ἄνεμος]], to [[expose to the wind]]:— Pass., of the sea, to [[be raised by the wind]], Anth.
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0223.png Seite 223]] aufblähen, Hippocr.; häufiger pass., Plut. Tim. 83 d; bes. vom Winde bewegt werden, ἁλὸς ἠνεμωμένης Hegesipp. 6 (XIII, 13); [[πέπλον]] ἠνεμωμένον συνεῖχε τῇ ἑτέρᾳ Luc. D. Mar. 15, 2; ήνεμωμένος τὴν [[τρίχα]], mit im Winde flatterndem Haare, Sp.; Ael. H. A. 11, 7 πολλοὶ θηραταὶ περὶ τὴν ἄγραν τῶν ἐλάφων ἠνέμωνται, sind in schnelle Bewegung gesetzt.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0223.png Seite 223]] aufblähen, Hippocr.; häufiger pass., Plut. Tim. 83 d; bes. vom Winde bewegt werden, ἁλὸς ἠνεμωμένης Hegesipp. 6 (XIII, 13); [[πέπλον]] ἠνεμωμένον συνεῖχε τῇ ἑτέρᾳ Luc. D. Mar. 15, 2; ήνεμωμένος τὴν [[τρίχα]], mit im Winde flatterndem Haare, Sp.; Ael. H. A. 11, 7 πολλοὶ θηραταὶ περὶ τὴν ἄγραν τῶν ἐλάφων ἠνέμωνται, sind in schnelle Bewegung gesetzt.
Line 10: Line 13:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀνεμόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i> ([[ἄνεμος]]) , [[εκθέτω]] στον άνεμο — Παθ., λέγεται για τη [[θάλασσα]], ανατρέφομαι από τον άνεμο, σε Ανθ.
|lsmtext='''ἀνεμόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i> ([[ἄνεμος]]) , [[εκθέτω]] στον άνεμο — Παθ., λέγεται για τη [[θάλασσα]], ανατρέφομαι από τον άνεμο, σε Ανθ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ἄνεμος]]<br />to [[expose]] to the [[wind]]:— Pass., of the sea, to be [[raised]] by the [[wind]], Anth.
}}
}}

Revision as of 10:08, 18 April 2022

Middle Liddell

ἄνεμος, to expose to the wind:— Pass., of the sea, to be raised by the wind, Anth.

German (Pape)

[Seite 223] aufblähen, Hippocr.; häufiger pass., Plut. Tim. 83 d; bes. vom Winde bewegt werden, ἁλὸς ἠνεμωμένης Hegesipp. 6 (XIII, 13); πέπλον ἠνεμωμένον συνεῖχε τῇ ἑτέρᾳ Luc. D. Mar. 15, 2; ήνεμωμένος τὴν τρίχα, mit im Winde flatterndem Haare, Sp.; Ael. H. A. 11, 7 πολλοὶ θηραταὶ περὶ τὴν ἄγραν τῶν ἐλάφων ἠνέμωνται, sind in schnelle Bewegung gesetzt.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνεμόω: μέλλ. -ώσω, ἐκθέτω εἰς τὸν ἄνεμον, Βυζ.: -Παθ., κινοῦμαι ἢ σαλεύομαι ὑπὸ τοῦ ἀνέμου, Πλάτ. Τίμ. 83D: ἠνεμωμένος τὴν τρίχα, ἔχων τὴν κόμην κυματίζουσαν εἰς τὸν ἄνεμον, Καλλίστρ. 14· ἠνεμωμένη πτεροῖς Λυκόφρ. 1119: περὶ τῆς θαλάσσης, ἐγείρομαι, διεγείρομαι ὑπὸ τοῦ ἀνέμου, Ἀνθ. Π. 13. 12. ΙΙ. παθ., «φουσκώνω», φυσιοῦμαι, ἐξογκοῦμαι, ἢν ἀνεμηθῶσιν αἱ ὑστέραι Ἱππ. 670. 37: - μεταφ., ἠνεμῶσθαι περί τι, ὁρμῶ πρός τι μετὰ ζήλου, Αἰλ. π. Ζ. 11. 7.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
I. 1 être enflé par le vent;
2 être agité par le vent;
3 être rafraîchi par le vent;
4 devenir ou être aussi léger que le vent;
II. être gonflé.
Étymologie: ἄνεμος.

Greek Monotonic

ἀνεμόω: μέλ. -ώσω (ἄνεμος) , εκθέτω στον άνεμο — Παθ., λέγεται για τη θάλασσα, ανατρέφομαι από τον άνεμο, σε Ανθ.