τζιτζίκι: Difference between revisions

From LSJ

οὔ ποτ' εἶμι τοῖς φυτεύσασίν γ' ὁμοῦ → I will never meet thοse who begat me

Source
(41)
 
mNo edit summary
Line 2: Line 2:
|mltxt=το, Ν<br /><b>ζωολ.</b> α) ο [[τζίτζικας]]<br />β) [[κοινή]] [[ονομασία]] μικρόσωμου παράκτιου ψαριού της οικογένειας callionymidae της τάξης [[περκόμορφοι]], με [[γυμνό]] από λέπια [[δέρμα]], που χαρακτηρίζεται από λαμπρούς [[συνήθως]] χρωματισμούς και βραγχιακά επικαλύμματα εφοδιασμένα με άκανθες ικανές να προκαλέσουν επώδυνα τραύματα<br />γ) <b>(καταχρ.)</b> το [[είδος]] παράκτιου ψαριού Lepadogaster lepadogaster της οικογένειας gobiesocidae που, ορθότερα, [[είναι]] γνωστό με την [[ονομασία]] [[κολλητσίδα]]<br />δ) [[κοινή]] [[ονομασία]] του εδώδιμου μαλακόστρακου καρκινοειδούς [[σκύλλα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τζίτζικας]], πιθ. μέσω ενός υποκορ. <i>τζιτζίκιον</i>].
|mltxt=το, Ν<br /><b>ζωολ.</b> α) ο [[τζίτζικας]]<br />β) [[κοινή]] [[ονομασία]] μικρόσωμου παράκτιου ψαριού της οικογένειας callionymidae της τάξης [[περκόμορφοι]], με [[γυμνό]] από λέπια [[δέρμα]], που χαρακτηρίζεται από λαμπρούς [[συνήθως]] χρωματισμούς και βραγχιακά επικαλύμματα εφοδιασμένα με άκανθες ικανές να προκαλέσουν επώδυνα τραύματα<br />γ) <b>(καταχρ.)</b> το [[είδος]] παράκτιου ψαριού Lepadogaster lepadogaster της οικογένειας gobiesocidae που, ορθότερα, [[είναι]] γνωστό με την [[ονομασία]] [[κολλητσίδα]]<br />δ) [[κοινή]] [[ονομασία]] του εδώδιμου μαλακόστρακου καρκινοειδούς [[σκύλλα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τζίτζικας]], πιθ. μέσω ενός υποκορ. <i>τζιτζίκιον</i>].
}}
}}
==Translations==
Ainu: ヤキ; Albanian: gjinkallë; Arabic: زِيز‎, زيزيات; Armenian: կնճիթավոր ճպուռ, ցիկադա; Old Armenian: ճպուռն; Belarusian: цыка́да; Bengali: উচ্চিংড়ে; Bulgarian: цикада, жътвар; Burmese: ပုစဉ်းရင်ကွဲ; Catalan: cigala; Chepang: लीर्‌; Cherokee: ᎶᎶ; Chinese Mandarin: 蟬, 蝉, 知了; Czech: cikáda; Danish: cikade; Dutch: cicade; English: [[cicada]]; Esperanto: cikado; Estonian: tirt, tsikaad; Finnish: laulukaskas; French: [[cigale]]; Galician: carricanta, carriola, relo, cantaruxa, albariña; German: Zikade; Greek: [[τζιτζίκι]], [[τζίτζικας]]; Cypriot Greek: [[ζίζιρος]]; Ancient Greek: [[τέττιξ]], [[κερκώπη]], [[μέμβραξ]], [[τιτιγόνιον]], [[τεττιγόνιον]], [[ἠχέτης]], [[ἀκανθίας]]; Hindi: शलभ, सिकाडा, झींगुर, झीँगुर; Hungarian: kabóca; Ilocano: andidit; Indonesian: tonggeret; Italian: cicala; Japanese: 蝉, セミ; Javanese: tonggèrèt; Khmer: រៃ; Korean: 매미, 쓰르라미; Lao: ຈັກຈັ່ນ; Latin: cicāda; Latvian: cikāde; Lithuanian: cikada; Macedonian: цикада; Malagasy: jorery; Malay: reriang; Malayalam: ചീവീട്; Manchu: ᠪᡳᠶᠠᠩᠰᡳᡴᡡ; Maori: tātarakihi; Mirandese: checharra; Navajo: wóóneeshchʼįįdii; Norwegian Bokmål: sikade; Persian: زنجره‎; Punjabi: ਬੀਂਡਾ; Polish: cykada; Portuguese: cigarra; Romanian: cicadă, cicoare; Russian: [[цикада]]; Serbo-Croatian Cyrillic: цврчак, цикада; Roman: cvrčak, cikada; Slovak: cikáda; Slovene: škržat; Spanish: [[chicharra]], [[cigarra]], [[coyuyo]]; Swedish: cikada; Tagalog: kulilis, kuliglig; Thai: จักจั่น; Ukrainian: цика́да; Vietnamese: ve sầu; Volapük: zikad; Zhuang: bid; fa: زنجره‌واران; ilo: andidit; ja: セミ; lv: cikāžu virsdzimta; ml: ചീവീട്; sw: nyenje-miti; zh_yue: 沙蟬

Revision as of 15:14, 22 April 2022

Greek Monolingual

το, Ν
ζωολ. α) ο τζίτζικας
β) κοινή ονομασία μικρόσωμου παράκτιου ψαριού της οικογένειας callionymidae της τάξης περκόμορφοι, με γυμνό από λέπια δέρμα, που χαρακτηρίζεται από λαμπρούς συνήθως χρωματισμούς και βραγχιακά επικαλύμματα εφοδιασμένα με άκανθες ικανές να προκαλέσουν επώδυνα τραύματα
γ) (καταχρ.) το είδος παράκτιου ψαριού Lepadogaster lepadogaster της οικογένειας gobiesocidae που, ορθότερα, είναι γνωστό με την ονομασία κολλητσίδα
δ) κοινή ονομασία του εδώδιμου μαλακόστρακου καρκινοειδούς σκύλλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τζίτζικας, πιθ. μέσω ενός υποκορ. τζιτζίκιον].

Translations

Ainu: ヤキ; Albanian: gjinkallë; Arabic: زِيز‎, زيزيات; Armenian: կնճիթավոր ճպուռ, ցիկադա; Old Armenian: ճպուռն; Belarusian: цыка́да; Bengali: উচ্চিংড়ে; Bulgarian: цикада, жътвар; Burmese: ပုစဉ်းရင်ကွဲ; Catalan: cigala; Chepang: लीर्‌; Cherokee: ᎶᎶ; Chinese Mandarin: 蟬, 蝉, 知了; Czech: cikáda; Danish: cikade; Dutch: cicade; English: cicada; Esperanto: cikado; Estonian: tirt, tsikaad; Finnish: laulukaskas; French: cigale; Galician: carricanta, carriola, relo, cantaruxa, albariña; German: Zikade; Greek: τζιτζίκι, τζίτζικας; Cypriot Greek: ζίζιρος; Ancient Greek: τέττιξ, κερκώπη, μέμβραξ, τιτιγόνιον, τεττιγόνιον, ἠχέτης, ἀκανθίας; Hindi: शलभ, सिकाडा, झींगुर, झीँगुर; Hungarian: kabóca; Ilocano: andidit; Indonesian: tonggeret; Italian: cicala; Japanese: 蝉, セミ; Javanese: tonggèrèt; Khmer: រៃ; Korean: 매미, 쓰르라미; Lao: ຈັກຈັ່ນ; Latin: cicāda; Latvian: cikāde; Lithuanian: cikada; Macedonian: цикада; Malagasy: jorery; Malay: reriang; Malayalam: ചീവീട്; Manchu: ᠪᡳᠶᠠᠩᠰᡳᡴᡡ; Maori: tātarakihi; Mirandese: checharra; Navajo: wóóneeshchʼįįdii; Norwegian Bokmål: sikade; Persian: زنجره‎; Punjabi: ਬੀਂਡਾ; Polish: cykada; Portuguese: cigarra; Romanian: cicadă, cicoare; Russian: цикада; Serbo-Croatian Cyrillic: цврчак, цикада; Roman: cvrčak, cikada; Slovak: cikáda; Slovene: škržat; Spanish: chicharra, cigarra, coyuyo; Swedish: cikada; Tagalog: kulilis, kuliglig; Thai: จักจั่น; Ukrainian: цика́да; Vietnamese: ve sầu; Volapük: zikad; Zhuang: bid; fa: زنجره‌واران; ilo: andidit; ja: セミ; lv: cikāžu virsdzimta; ml: ചീവീട്; sw: nyenje-miti; zh_yue: 沙蟬