Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ερετμώ: Difference between revisions

From LSJ

Οὔτοι συνέχθειν, ἀλλὰ συμφιλεῖν ἔφυν → I was not born to hate, but to love.

Sophocles, Antigone, 523
(14)
 
m (Text replacement - "χεῑρα" to "χεῖρα")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ἐρετμῶ, -όω (Α) [[ερετμόν]]<br /><b>1.</b> [[εφοδιάζω]] με [[κουπιά]] («χεῑρας ἐρετμώσαντες» — επιτιθέντες με τα [[κουπιά]] στα χέρια, <b>Ορφ.</b>)<br /><b>2.</b> [[διασχίζω]] κωπηλατώντας, [[διέρχομαι]] διά μέσου («ἠερίους κεκεῶνας ἐρετμώσασα πεδίλως», <b>Νόνν.</b>)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «χεῑρας ἐρετμῶ» — [[χρησιμοποιώ]] τα χέρια για [[κουπιά]], [[κολυμπώ]]<br />β) «ἐρετμῶ πορείην» — [[συνεχίζω]] τον δρόμο μου.
|mltxt=ἐρετμῶ, -όω (Α) [[ερετμόν]]<br /><b>1.</b> [[εφοδιάζω]] με [[κουπιά]] («χεῖρας ἐρετμώσαντες» — επιτιθέντες με τα [[κουπιά]] στα χέρια, <b>Ορφ.</b>)<br /><b>2.</b> [[διασχίζω]] κωπηλατώντας, [[διέρχομαι]] διά μέσου («ἠερίους κεκεῶνας ἐρετμώσασα πεδίλως», <b>Νόνν.</b>)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «χεῖρας ἐρετμῶ» — [[χρησιμοποιώ]] τα χέρια για [[κουπιά]], [[κολυμπώ]]<br />β) «ἐρετμῶ πορείην» — [[συνεχίζω]] τον δρόμο μου.
}}
}}

Latest revision as of 17:06, 8 May 2022

Greek Monolingual

ἐρετμῶ, -όω (Α) ερετμόν
1. εφοδιάζω με κουπιά («χεῖρας ἐρετμώσαντες» — επιτιθέντες με τα κουπιά στα χέρια, Ορφ.)
2. διασχίζω κωπηλατώντας, διέρχομαι διά μέσου («ἠερίους κεκεῶνας ἐρετμώσασα πεδίλως», Νόνν.)
3. φρ. α) «χεῖρας ἐρετμῶ» — χρησιμοποιώ τα χέρια για κουπιά, κολυμπώ
β) «ἐρετμῶ πορείην» — συνεχίζω τον δρόμο μου.