εὐφραντικός: Difference between revisions
From LSJ
ἡδονὴ μὲν γὰρ ἁπάντων ἀλαζονίστατον → pleasure is the greatest of impostors, pleasure is the most shameless thing of all
mNo edit summary |
mNo edit summary |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό (ΑΜ [[εὐφραντικός]], -ή, -όν)<br />αυτός που ευφραίνει, που προκαλεί [[ευφροσύνη]], [[χαρά]], [[μεγάλη]] [[ευχαρίστηση]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το ευφραντικό</i><br />[[καρύκευμα]], [[ήδυσμα]]<br /><b>αρχ.</b><br />(<b>για πρόσ.</b>) [[εύθυμος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /> | |mltxt=-ή, -ό (ΑΜ [[εὐφραντικός]], -ή, -όν)<br />αυτός που ευφραίνει, που προκαλεί [[ευφροσύνη]], [[χαρά]], [[μεγάλη]] [[ευχαρίστηση]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το ευφραντικό</i><br />[[καρύκευμα]], [[ήδυσμα]]<br /><b>αρχ.</b><br />(<b>για πρόσ.</b>) [[εύθυμος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[εὐφραντικῶς]] (Α)<br />με [[ευφροσύνη]], με [[χαρά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ευφραντός]] (<span style="color: red;"><</span> [[ευφραίνω]]) <span style="color: red;">+</span> -<i>ικός</i>]. | ||
}} | }} |
Revision as of 10:35, 17 May 2022
English (LSJ)
ή, όν, A cheering, ὀφθαλμῶν Ath.13.608a. 2 of persons, cheery, Vett. Val. 9.3, al.: Comp. εὐφραντικώτερος = more cheered by good fortune, Cat.Cod.Astr. 8(4).238.
Greek Monolingual
-ή, -ό (ΑΜ εὐφραντικός, -ή, -όν)
αυτός που ευφραίνει, που προκαλεί ευφροσύνη, χαρά, μεγάλη ευχαρίστηση
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το ευφραντικό
καρύκευμα, ήδυσμα
αρχ.
(για πρόσ.) εύθυμος.
επίρρ...
εὐφραντικῶς (Α)
με ευφροσύνη, με χαρά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευφραντός (< ευφραίνω) + -ικός].