σκευοφύλαξ: Difference between revisions
Δυσαμένη δὲ κάρηνα βαθυκνήμιδος ἐρίπνης / Δελφικὸν ἄντρον ἔναιε φόβῳ λυσσώδεος Ἰνοῦς (Nonnus, Dionysiaca 9.273f.) → Having descended from the top of a deep-greaved cliff, she dwelt in a cave in Delphi, because of her fear of raving/raging Ino.
mNo edit summary |
mNo edit summary |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''σκευοφύλαξ:''' [ῠ], -ᾰκος, ὁ, [[φύλακας]] των αποσκευών, [[επιστάτης]] σκευοφυλακίου. | |lsmtext='''σκευοφύλαξ:''' [ῠ], -ᾰκος, ὁ, [[φύλακας]] των αποσκευών, [[επιστάτης]] σκευοφυλακίου. | ||
}} | }} | ||
==Wikipedia EL== | ==Wikipedia EL== | ||
Ο Σκευοφύλακας ή Σκευοφύλαξ αποτελεί χριστιανικό λαϊκό εκκλησιαστικό αξίωμα. | Ο Σκευοφύλακας ή Σκευοφύλαξ αποτελεί χριστιανικό λαϊκό εκκλησιαστικό αξίωμα. | ||
Κατά την παλαιά εκκλησιαστική τάξη, ο με τον τίτλο του σκευοφύλακος τιμώμενος κατείχε τη τρίτη θέση στη πρώτη πεντάδα του δεξιού χορού, μεταξύ του δεύτερου, του | Κατά την παλαιά εκκλησιαστική τάξη, ο με τον τίτλο του σκευοφύλακος τιμώμενος κατείχε τη τρίτη θέση στη πρώτη πεντάδα του δεξιού χορού, μεταξύ του δεύτερου, του σακελλάριου και του τετάρτου του [[χαρτοφύλαξ|χαρτοφύλακα]]. | ||
Στο εκκλησιαστικό τυπικό ο | Στο εκκλησιαστικό τυπικό ο σκευοφύλαξ ονομάζεται και «[[κειμηλιοφύλαξ]]» και «[[κειμηλιάρχης]]». | ||
Αργότερα ο τίτλος αυτός μετέπεσε σε κύριο όνομα και επίθετο σε πολλά μέρη της Ελλάδας, ιδιαίτερα όμως στα Δωδεκάνησα και στις Κυκλάδες όπως και οι συγγενικοί τίτλοι | Αργότερα ο τίτλος αυτός μετέπεσε σε κύριο όνομα και επίθετο σε πολλά μέρη της Ελλάδας, ιδιαίτερα όμως στα Δωδεκάνησα και στις Κυκλάδες όπως και οι συγγενικοί τίτλοι [[σακελλάριος]] και [[χαρτοφύλαξ]]. |
Revision as of 17:58, 3 June 2022
English (LSJ)
-ακος, ὁ, storekeeper, PPetr. 2 p. 39 (iii BC, written σκεοφύλαξ), Poll. 10.16.
German (Pape)
[Seite 894] ακος, ὁ, Wächter, Aufseher der Geräthschaften, des Gepäckes, LXX. u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
σκευοφύλαξ: [ῠ], -ᾰκος, ὁ, ὁ φυλάτττων τὰ σκεύη, Πολυδ. Ι΄, 16, Ἑβδ. (Α΄ Βασιλ. ΙΖ΄, 22). II. παρὰ τοῖς Ἐκκλ., ὑπάλληλος φροντίζων περὶ τῆς φυλακῆς τῶν ἱερῶν σκευῶν· - ὅθεν, ὁ τῆς ... σοφίας σκ. Συλλ. Ἐπιγρ. 8694.
French (Bailly abrégé)
ακος (ὁ) :
gardien des meubles, des ustensiles, des bagages.
Étymologie: σκεῦος, φύλαξ.
Greek Monolingual
-ακος, ὁ, ΜΑ
βλ. σκευοφύλακας.
Greek Monotonic
σκευοφύλαξ: [ῠ], -ᾰκος, ὁ, φύλακας των αποσκευών, επιστάτης σκευοφυλακίου.
Wikipedia EL
Ο Σκευοφύλακας ή Σκευοφύλαξ αποτελεί χριστιανικό λαϊκό εκκλησιαστικό αξίωμα.
Κατά την παλαιά εκκλησιαστική τάξη, ο με τον τίτλο του σκευοφύλακος τιμώμενος κατείχε τη τρίτη θέση στη πρώτη πεντάδα του δεξιού χορού, μεταξύ του δεύτερου, του σακελλάριου και του τετάρτου του χαρτοφύλακα.
Στο εκκλησιαστικό τυπικό ο σκευοφύλαξ ονομάζεται και «κειμηλιοφύλαξ» και «κειμηλιάρχης».
Αργότερα ο τίτλος αυτός μετέπεσε σε κύριο όνομα και επίθετο σε πολλά μέρη της Ελλάδας, ιδιαίτερα όμως στα Δωδεκάνησα και στις Κυκλάδες όπως και οι συγγενικοί τίτλοι σακελλάριος και χαρτοφύλαξ.