ὀφφικιάλιος: Difference between revisions
From LSJ
Ῥύου δὲ σαυτὸν παντὸς ἐκ φαύλου τρόπου → Ex omni more malefico tete eruas → Bewahre dich vor jeder üblen Lebensart
(6_15) |
mNo edit summary |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὀφφικιάλιος''': ὁ, Λατιν. officialis, [[ἀξιωματικός]], Εὐσέβ. ΙΙ, 833Α, Βασίλ. IV, 713Α, Μακάρ. 833D, Κ. Πορφυρ. Ἔκθ. Βασ. Τάξ. 10, 6., 460, 16., 776, 17. | |lstext='''ὀφφικιάλιος''': ὁ, Λατιν. [[officialis]], [[ἀξιωματικός]], Εὐσέβ. ΙΙ, 833Α, Βασίλ. IV, 713Α, Μακάρ. 833D, Κ. Πορφυρ. Ἔκθ. Βασ. Τάξ. 10, 6., 460, 16., 776, 17. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[οφικιάλιος]] και [[οφφικιάλης]], [[οφικιάλης]], [[οφικιούχος]], [[οφφικιούχος]], ο (AM [[ὀφφικιάλιος]], Α και [[ὀφικιάλιος]])<br />([[ιδίως]] στους Βυζαντινούς) [[εκκλησιαστικός]], [[πολιτικός]] ή [[στρατιωτικός]] [[αξιωματούχος]] που ασκούσε υψηλό [[λειτούργημα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(γενικά) [[τιτλούχος]], [[αξιωματούχος]], [[επίσημος]]. [<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>[[officialis]]</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>[[officium]]</i> «[[υπηρεσία]]»)]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:19, 4 June 2022
Greek (Liddell-Scott)
ὀφφικιάλιος: ὁ, Λατιν. officialis, ἀξιωματικός, Εὐσέβ. ΙΙ, 833Α, Βασίλ. IV, 713Α, Μακάρ. 833D, Κ. Πορφυρ. Ἔκθ. Βασ. Τάξ. 10, 6., 460, 16., 776, 17.
Greek Monolingual
οφικιάλιος και οφφικιάλης, οφικιάλης, οφικιούχος, οφφικιούχος, ο (AM ὀφφικιάλιος, Α και ὀφικιάλιος)
(ιδίως στους Βυζαντινούς) εκκλησιαστικός, πολιτικός ή στρατιωτικός αξιωματούχος που ασκούσε υψηλό λειτούργημα
νεοελλ.
(γενικά) τιτλούχος, αξιωματούχος, επίσημος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. officialis (< officium «υπηρεσία»)].