κολοττός: Difference between revisions
μεριμνᾷς καὶ τυρβάζῃ περὶ πολλά → you are worried and bothered about so many things, thou art careful and troubled about many things, you are worried and upset about many things
mNo edit summary |
mNo edit summary |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=[[κολοττός]] -οῦ, ὁ, Ion. [[κολοσσός]] [Κολοσσαί? | |elnltext=[[κολοττός]] -οῦ, ὁ, Ion. [[κολοσσός]] ([[Κολοσσαί]]?) [[kolossaal beeld]], [[standbeeld]], [[bij]] Hdt. steeds van Egyptische beelden:. ὁ [[Ῥόδιος]] [[κολοσσός]] de kolossos van [[Rhodos]] Luc. 59.23. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (AM [[κολοσσός]], Α και [[κολοττός]], ό, και [[κολοσσός]], ή)<br />[[ανδριάντας]] υπερφυσικού μεγέθους, γιγάντιο [[άγαλμα]] (α. «ο Κολοσσός της Ρόδου» β. «τὸν κολοσσὸν τοῦ Ἡρακλέους μετακομίσας ἐκ Τάραντος ἔστησεν ἐν Καπιτωλίῳ», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[υπερμεγέθης]], [[πελώριος]] («αυτός ο [[άνθρωπος]] [[είναι]] [[κολοσσός]]»)<br /><b>2.</b> αυτός που έχει μία [[ιδιότητα]] σε υπέρτατο βαθμό («[[είναι]] [[κολοσσός]] εντιμότητας»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Είναι [[μάλλον]] μεσογειακό [[δάνειο]]<br />στη [[διατύπωση]] της υπόθεσης αυτής συντελεί η [[εμφάνιση]] του επιθήματος -<i>σσός</i>. Συνδέεται με τα τοπωνύμια [[Κολοσσαί]], [[Κολοφών]]]. | |mltxt=ο (AM [[κολοσσός]], Α και [[κολοττός]], ό, και [[κολοσσός]], ή)<br />[[ανδριάντας]] υπερφυσικού μεγέθους, γιγάντιο [[άγαλμα]] (α. «ο Κολοσσός της Ρόδου» β. «τὸν κολοσσὸν τοῦ Ἡρακλέους μετακομίσας ἐκ Τάραντος ἔστησεν ἐν Καπιτωλίῳ», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[υπερμεγέθης]], [[πελώριος]] («αυτός ο [[άνθρωπος]] [[είναι]] [[κολοσσός]]»)<br /><b>2.</b> αυτός που έχει μία [[ιδιότητα]] σε υπέρτατο βαθμό («[[είναι]] [[κολοσσός]] εντιμότητας»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Είναι [[μάλλον]] μεσογειακό [[δάνειο]]<br />στη [[διατύπωση]] της υπόθεσης αυτής συντελεί η [[εμφάνιση]] του επιθήματος -<i>σσός</i>. Συνδέεται με τα τοπωνύμια [[Κολοσσαί]], [[Κολοφών]]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 09:21, 7 June 2022
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κολοττός -οῦ, ὁ, Ion. κολοσσός (Κολοσσαί?) kolossaal beeld, standbeeld, bij Hdt. steeds van Egyptische beelden:. ὁ Ῥόδιος κολοσσός de kolossos van Rhodos Luc. 59.23.
Greek Monolingual
ο (AM κολοσσός, Α και κολοττός, ό, και κολοσσός, ή)
ανδριάντας υπερφυσικού μεγέθους, γιγάντιο άγαλμα (α. «ο Κολοσσός της Ρόδου» β. «τὸν κολοσσὸν τοῦ Ἡρακλέους μετακομίσας ἐκ Τάραντος ἔστησεν ἐν Καπιτωλίῳ», Πλούτ.)
νεοελλ.
1. υπερμεγέθης, πελώριος («αυτός ο άνθρωπος είναι κολοσσός»)
2. αυτός που έχει μία ιδιότητα σε υπέρτατο βαθμό («είναι κολοσσός εντιμότητας»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Είναι μάλλον μεσογειακό δάνειο
στη διατύπωση της υπόθεσης αυτής συντελεί η εμφάνιση του επιθήματος -σσός. Συνδέεται με τα τοπωνύμια Κολοσσαί, Κολοφών].