γαβάθα: Difference between revisions
From LSJ
Ἴσον θεῷ σου τοὺς φίλους τιμᾶν θέλε → Honora amicos tamquam honorares deos → Verehre willig deine Freunde Göttern gleich
mNo edit summary |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και γκαβάτα, καβάτα, καβάθα, γαβάτα, η (Μ [[γαβάθα]])<br />ξύλινο ή πήλινο [[πιάτο]], [[λεκάνη]] ή [[κούπα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[γαβάθα]] <span style="color: red;"><</span> <b>μσν.</b> [[γαβάθα]] <span style="color: red;"><</span> <b>λατ.</b> <i>gabatha</i> «[[γαβάθα]], [[τσανάκα]]». Και το λατ. <i>gabatha</i> και το αρχ. [[γαβαθόν]] [[είναι]] δάνεια ανατολικής προελεύσεως ([[πρβλ]]. σημιτ. <i>ķabbat</i>. Από τη Λατινική εισήχθη η λ. στις γερμανικές γλώσσες και διατηρήθηκε στις ρωμανικές ([[πρβλ]]. καλαβρ. <i>gάvata</i>, γαλλ. <i>jatte</i> «[[τσανάκα]], [[γαβάθα]]», αρχ. άνω γερμ. <i>gebita</i>, <i>gebiza</i> «[[σερβίτσιο]]»). Τέλος για την [[τροπή]] του <i>γκ</i>- σε <i>γ</i>- και του -<i>μπ</i>- σε -<i>β</i>- [[πρβλ]]. [[γαζέλα]] [[αντί]] <i>γκαζέλα</i>, [[βόμβα]] [[αντί]] [[μπόμπα]]]. | |mltxt=γαβάθα και [[γκαβάτα]], [[καβάτα]], [[καβάθα]], [[γαβάτα]], η (Μ [[γαβάθα]])<br />ξύλινο ή πήλινο [[πιάτο]], [[λεκάνη]] ή [[κούπα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[γαβάθα]] <span style="color: red;"><</span> <b>μσν.</b> [[γαβάθα]] <span style="color: red;"><</span> <b>λατ.</b> <i>gabatha</i> «[[γαβάθα]], [[τσανάκα]]». Και το λατ. <i>gabatha</i> και το αρχ. [[γαβαθόν]] [[είναι]] δάνεια ανατολικής προελεύσεως ([[πρβλ]]. σημιτ. <i>ķabbat</i>. Από τη Λατινική εισήχθη η λ. στις γερμανικές γλώσσες και διατηρήθηκε στις ρωμανικές ([[πρβλ]]. καλαβρ. <i>gάvata</i>, γαλλ. <i>jatte</i> «[[τσανάκα]], [[γαβάθα]]», αρχ. άνω γερμ. <i>gebita</i>, <i>gebiza</i> «[[σερβίτσιο]]»). Τέλος για την [[τροπή]] του <i>γκ</i>- σε <i>γ</i>- και του -<i>μπ</i>- σε -<i>β</i>- [[πρβλ]]. [[γαζέλα]] [[αντί]] <i>γκαζέλα</i>, [[βόμβα]] [[αντί]] [[μπόμπα]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 16:13, 10 June 2022
Greek Monolingual
γαβάθα και γκαβάτα, καβάτα, καβάθα, γαβάτα, η (Μ γαβάθα)
ξύλινο ή πήλινο πιάτο, λεκάνη ή κούπα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. γαβάθα < μσν. γαβάθα < λατ. gabatha «γαβάθα, τσανάκα». Και το λατ. gabatha και το αρχ. γαβαθόν είναι δάνεια ανατολικής προελεύσεως (πρβλ. σημιτ. ķabbat. Από τη Λατινική εισήχθη η λ. στις γερμανικές γλώσσες και διατηρήθηκε στις ρωμανικές (πρβλ. καλαβρ. gάvata, γαλλ. jatte «τσανάκα, γαβάθα», αρχ. άνω γερμ. gebita, gebiza «σερβίτσιο»). Τέλος για την τροπή του γκ- σε γ- και του -μπ- σε -β- πρβλ. γαζέλα αντί γκαζέλα, βόμβα αντί μπόμπα].