Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

οἰκήτωρ: Difference between revisions

From LSJ

Νέµουσι δ' οἴκους καὶ τὰ ναυστολούµενα ἔσω δόµων σῴζουσιν, οὐδ' ἐρηµίᾳ γυναικὸς οἶκος εὐπινὴς οὐδ' ὄλβιος → They manage households, and save what is brought by sea within the home, and no house deprived of a woman can be tidy and prosperous

Euripides, Melanippe Captiva, Fragment 6.11
m (Text replacement - " ;" to ";")
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[οἰκήτωρ]], -ορος, ὁ (ΑΜ)<br /><b>1.</b> [[κάτοικος]] («χθονός τῆσδ' εὐμενοῦς οἰκήτορας», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> [[άποικος]] («ἐξέπεμψαν [[ὕστερον]] οὐ πολλῷ εἰς αὐτὴν τοὺς οἰκήτορας», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «Ἅιδου οἰκήτορες» — οι νεκροί<br />β) «[[οἰκήτωρ]] θεοῡ» — [[κάτοικος]] ναού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>οἰκῶ</i> <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τωρ</i> (<b>πρβλ.</b> <i>κοσμή</i>-<i>τωρ</i>)].
|mltxt=[[οἰκήτωρ]], -ορος, ὁ (ΑΜ)<br /><b>1.</b> [[κάτοικος]] («χθονός τῆσδ' εὐμενοῦς οἰκήτορας», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> [[άποικος]] («ἐξέπεμψαν [[ὕστερον]] οὐ πολλῷ εἰς αὐτὴν τοὺς οἰκήτορας», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «Ἅιδου οἰκήτορες» — οι νεκροί<br />β) «[[οἰκήτωρ]] θεοῦ» — [[κάτοικος]] ναού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>οἰκῶ</i> <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τωρ</i> (<b>πρβλ.</b> <i>κοσμή</i>-<i>τωρ</i>)].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 19:50, 13 June 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἰκήτωρ Medium diacritics: οἰκήτωρ Low diacritics: οικήτωρ Capitals: ΟΙΚΗΤΩΡ
Transliteration A: oikḗtōr Transliteration B: oikētōr Transliteration C: oikitor Beta Code: oi)kh/twr

English (LSJ)

ορος, ὁ, A inhabitant, A.Pr. 353, Hdt.2.103, 4.9,34, 7.153, Th.1.2, Antiph.91, etc.; οἰ. θεοῦ, i. e. dwelling in the temple, E.Andr.1089; Ἅιδου οἰ., of one dead, S.Tr. 282, cf. Aj.396 (lyr.), 517. 2 colonist, Th.2.27, 3.92, Plb.3.100.4.

Greek (Liddell-Scott)

οἰκήτωρ: -ορος, ὁ, κάτοικος, Ἡρόδ. 2. 103., 4. 9, 34., 7. 153, Αἰσχύλ. Πρ. 351, Θουκ. 1. 2, κτλ.· οἰκ. θεοῦ, δηλ. κατοικῶν ἐν τῷ ναῷ, Εὐρ. Ἀνδρ. 1089· Ἅιδου οἰκ., ἐπὶ ἀνθρώπου τεθνεῶτος, Σοφ. Τρ. 282, πρβλ. Αἴ. 396, 517. 2) ἄποικος, Θουκ. 2. 27., 3. 92.

French (Bailly abrégé)

ήτορος (ὁ) :
1 habitant;
2 qui colonise, colon.
Étymologie: οἰκέω.

Spanish

habitante

Greek Monolingual

οἰκήτωρ, -ορος, ὁ (ΑΜ)
1. κάτοικος («χθονός τῆσδ' εὐμενοῦς οἰκήτορας», Σοφ.)
2. άποικος («ἐξέπεμψαν ὕστερον οὐ πολλῷ εἰς αὐτὴν τοὺς οἰκήτορας», Θουκ.)
3. φρ. α) «Ἅιδου οἰκήτορες» — οι νεκροί
β) «οἰκήτωρ θεοῦ» — κάτοικος ναού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἰκῶ + επίθημα -τωρ (πρβλ. κοσμή-τωρ)].

Greek Monotonic

οἰκήτωρ: -ορος, ὁ (οἰκέω),·
1. κάτοικος, σε Ηρόδ., Αττ.· οἰκητὸς θεοῦ, αυτός που κατοικεί στον ναό, σε Ευρ.· Ἅιδου οἰκ., λέγεται για νεκρούς, σε Σοφ.
2. άποικος, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

οἰκήτωρ: ορος ὁ
1) житель, жилец (γῆς, ἄντρων Aesch.; χθονός Soph.);
2) поселенец, колонист Thuc. etc.

Middle Liddell

οἰκήτωρ, ορος, ὁ, οἰκέω
1. an inhabitant, Hdt., attic; οἰκ. θεοῦ one who dwells in the temple of the god, Eur.; Ἅιδου οἰκ., of one dead, Soph.
2. a colonist, Thuc.

English (Woodhouse)

colonist, inhabitant

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)