ζύγιμος: Difference between revisions

From LSJ

Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → But for extreme illnesses, extreme remedies, applied with severe exactitude, are the best (Hippocrates, Aphorism 6)

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ζύγιμος]], -ον (Α) [[ζυγόν]]<br />[[ζύγιος]], αυτός που ανήκει ή [[είναι]] [[κατάλληλος]] για [[ζυγό]], για [[ζέψιμο]] («βοῡς [[ζύγιμος]]», <b>Πολ.</b>).
|mltxt=[[ζύγιμος]], -ον (Α) [[ζυγόν]]<br />[[ζύγιος]], αυτός που ανήκει ή [[είναι]] [[κατάλληλος]] για [[ζυγό]], για [[ζέψιμο]] («βοῦς [[ζύγιμος]]», <b>Πολ.</b>).
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ζύγιμος:''' (ῠ) Polyb. = [[ζύγιος]].
|elrutext='''ζύγιμος:''' (ῠ) Polyb. = [[ζύγιος]].
}}
}}

Revision as of 20:00, 13 June 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ζῠγιμος Medium diacritics: ζύγιμος Low diacritics: ζύγιμος Capitals: ΖΥΓΙΜΟΣ
Transliteration A: zýgimos Transliteration B: zygimos Transliteration C: zygimos Beta Code: zu/gimos

English (LSJ)

ον, A = ζύγιος 1, βοῦς Plb.34.8.9.

German (Pape)

[Seite 1140] = ζύγιος, Ath. VIII, 331 b, l. d.

Greek (Liddell-Scott)

ζύγιμος: -ον, = ζύγιος, Πολύβ. παρ’ Ἀθην. 331Β, πιθ. ἐσφ. γραφ. ἀντί του ζύγιος.

Greek Monolingual

ζύγιμος, -ον (Α) ζυγόν
ζύγιος, αυτός που ανήκει ή είναι κατάλληλος για ζυγό, για ζέψιμο («βοῦς ζύγιμος», Πολ.).

Russian (Dvoretsky)

ζύγιμος: (ῠ) Polyb. = ζύγιος.