καθηγούμαι: Difference between revisions

From LSJ

Ὁπόσον τῷ ποδὶ περρέχει τᾶς γᾶς, τοῦτο χάρις → Every inch of his stature is grace

Theocritus, Idylls, 30.3
m (Text replacement - "ὑμῑν" to "ὑμῖν")
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM καθηγοῦμαι, -έομαι, Α ιων. τ. κατηγοῦμαι)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(μόνο το αρσ. και θηλ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) ο [[καθηγούμενος]], <i>η καθηγουμένη</i><br />[[ηγούμενος]], ηγουμένη μοναστηριού<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[είμαι]] [[οδηγός]], [[πηγαίνω]] [[μπροστά]] (α. «ἄλλας τε κατηγεόμενοί σφι ὁδούς», <b>Ηρόδ.</b><br />β. «σὺ καθηγοῡ, ἕψομαι δ' ἐγώ», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[υποδεικνύω]], [[δείχνω]] («ὁ τὸν ποταμὸν [[καθηγούμενος]]», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> [[είμαι]] [[αρχηγός]] κάποιου («καθηγήσατο τῆς εἰς Ἰταλίαν στρατείας», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>4.</b> [[αρχίζω]] [[κάτι]] («καθηγήσασθαι τοῦ λόγου», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>5.</b> [[εισάγω]] [[κάτι]], [[εγκαθιδρύω]] [[κάτι]] («οὐτ' αὐτὸς κατηγήσομαι νόμον τόνδε ἐν ὑμῖν τιθείς», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>6.</b> [[διδάσκω]] [[κάτι]]<br /><b>7.</b> [[είμαι]] [[δάσκαλος]] κάποιου («Καίσαρος καθηγήσατο», <b>Στράβ.</b>)<br /><b>8.</b> <b>(λογ.)</b> [[είμαι]] το ηγούμενο, το κύριο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> <i>ἡγοῦμαι</i>].
|mltxt=(AM καθηγοῦμαι, -έομαι, Α ιων. τ. κατηγοῦμαι)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(μόνο το αρσ. και θηλ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) ο [[καθηγούμενος]], <i>η καθηγουμένη</i><br />[[ηγούμενος]], ηγουμένη μοναστηριού<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[είμαι]] [[οδηγός]], [[πηγαίνω]] [[μπροστά]] (α. «ἄλλας τε κατηγεόμενοί σφι ὁδούς», <b>Ηρόδ.</b><br />β. «σὺ καθηγοῦ, ἕψομαι δ' ἐγώ», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[υποδεικνύω]], [[δείχνω]] («ὁ τὸν ποταμὸν [[καθηγούμενος]]», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> [[είμαι]] [[αρχηγός]] κάποιου («καθηγήσατο τῆς εἰς Ἰταλίαν στρατείας», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>4.</b> [[αρχίζω]] [[κάτι]] («καθηγήσασθαι τοῦ λόγου», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>5.</b> [[εισάγω]] [[κάτι]], [[εγκαθιδρύω]] [[κάτι]] («οὐτ' αὐτὸς κατηγήσομαι νόμον τόνδε ἐν ὑμῖν τιθείς», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>6.</b> [[διδάσκω]] [[κάτι]]<br /><b>7.</b> [[είμαι]] [[δάσκαλος]] κάποιου («Καίσαρος καθηγήσατο», <b>Στράβ.</b>)<br /><b>8.</b> <b>(λογ.)</b> [[είμαι]] το ηγούμενο, το κύριο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> <i>ἡγοῦμαι</i>].
}}
}}

Latest revision as of 20:05, 13 June 2022

Greek Monolingual

(AM καθηγοῦμαι, -έομαι, Α ιων. τ. κατηγοῦμαι)
νεοελλ.
(μόνο το αρσ. και θηλ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) ο καθηγούμενος, η καθηγουμένη
ηγούμενος, ηγουμένη μοναστηριού
αρχ.
1. είμαι οδηγός, πηγαίνω μπροστά (α. «ἄλλας τε κατηγεόμενοί σφι ὁδούς», Ηρόδ.
β. «σὺ καθηγοῦ, ἕψομαι δ' ἐγώ», Πλάτ.)
2. υποδεικνύω, δείχνω («ὁ τὸν ποταμὸν καθηγούμενος», Πλάτ.)
3. είμαι αρχηγός κάποιου («καθηγήσατο τῆς εἰς Ἰταλίαν στρατείας», Πλούτ.)
4. αρχίζω κάτι («καθηγήσασθαι τοῦ λόγου», Πλάτ.)
5. εισάγω κάτι, εγκαθιδρύω κάτι («οὐτ' αὐτὸς κατηγήσομαι νόμον τόνδε ἐν ὑμῖν τιθείς», Ηρόδ.)
6. διδάσκω κάτι
7. είμαι δάσκαλος κάποιου («Καίσαρος καθηγήσατο», Στράβ.)
8. (λογ.) είμαι το ηγούμενο, το κύριο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ἡγοῦμαι].