μελιβόας: Difference between revisions
From LSJ
Τὰ μικρὰ κέρδη ζημίας μεγάλας (μείζονας βλάβας) φέρει → Minora noxas lucra maiores ferunt → Die kleinen Ränke tragen große Strafe ein
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[μελιβόας]], ὁ (Α)<br />αυτός που μιλάει ή κελαηδάει [[γλυκά]], που έχει μελωδική [[φωνή]], [[γλυκύφωνος]] («ἤδη δ' εἰς ἔργα κυναγοὶ στείχουσι θηροφόνοι πηγαῑσί τ' ἐπ' | |mltxt=[[μελιβόας]], ὁ (Α)<br />αυτός που μιλάει ή κελαηδάει [[γλυκά]], που έχει μελωδική [[φωνή]], [[γλυκύφωνος]] («ἤδη δ' εἰς ἔργα κυναγοὶ στείχουσι θηροφόνοι πηγαῑσί τ' ἐπ' Ὠκεανοῦ [[μελιβόας]] [[κύκνος]] ἀχεῑ», <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέλι]] <span style="color: red;">+</span> -[[βόας]] (<span style="color: red;"><</span> <i>βοῶ</i>), [[πρβλ]]. [[τηλεβόας]], [[υψιβόας]]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''μελῐβόας:''' ου adj. m сладкозвучный ([[κύκνος]] Eur.). | |elrutext='''μελῐβόας:''' ου adj. m сладкозвучный ([[κύκνος]] Eur.). | ||
}} | }} |
Revision as of 20:05, 13 June 2022
English (LSJ)
ὁ, A sweet-singing, κύκνος E. Fr.773.34 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 122] ὁ, κύκνος, der Süßtönende, Eur. Phaeth. frg. 2, 34.
Greek (Liddell-Scott)
μελῐβόας: ὁ, ὁ ἡδέως βοῶν, ᾄδων, κύκνος Εὐρ. Ἀποσπ. 775. 32.
Greek Monolingual
μελιβόας, ὁ (Α)
αυτός που μιλάει ή κελαηδάει γλυκά, που έχει μελωδική φωνή, γλυκύφωνος («ἤδη δ' εἰς ἔργα κυναγοὶ στείχουσι θηροφόνοι πηγαῑσί τ' ἐπ' Ὠκεανοῦ μελιβόας κύκνος ἀχεῑ», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλι + -βόας (< βοῶ), πρβλ. τηλεβόας, υψιβόας].
Russian (Dvoretsky)
μελῐβόας: ου adj. m сладкозвучный (κύκνος Eur.).