λαίλαπα: Difference between revisions
From LSJ
ἄμπελον κόπτοντες τὴν περὶ τὸ ἱερὸν ἐσέβαλλον καὶ λίθους — → cutting down the vines 'round the sanctuary, they threw in rocks as well
m (Text replacement - "λαῑλαψ" to "λαῖλαψ") |
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ") |
||
(2 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (Α λαῖλαψ, -απος, ή, Μ λαῖλαψ και [[λαίλαπας]], ὁ)<br /><b>1.</b> σφοδρότατος [[άνεμος]] που ξεσπάει απότομα και, [[αφού]] πνεύσει για μικρό σχετικά [[χρονικό]] [[διάστημα]], σταματάει [[επίσης]] απότομα (α. «[[Ζέφυρος]] μεγάλῃ σὺν λαίλαπι θύων», <b>Ομ. Οδ.</b><br />β. «ἅμα λαίλαπος ὑγρᾱς καὶ φλογὸς | |mltxt=[[λαίλαπα]], η (Α [[λαῖλαψ]], -απος, ή, Μ [[λαῖλαψ]] και [[λαίλαπας]], ὁ)<br /><b>1.</b> σφοδρότατος [[άνεμος]] που ξεσπάει απότομα και, [[αφού]] πνεύσει για μικρό σχετικά [[χρονικό]] [[διάστημα]], σταματάει [[επίσης]] απότομα (α. «[[Ζέφυρος]] μεγάλῃ σὺν λαίλαπι θύων», <b>Ομ. Οδ.</b><br />β. «ἅμα λαίλαπος ὑγρᾱς καὶ φλογὸς συνεχοῦς ἐκ τῶν νεφῶν φερομένης», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> αυτός που επέρχεται με [[σφοδρότητα]] («[[τλάω|ἔτλης]] [[λαίλαπα]] [[δυσμενέων]]», <b>Ανθ. Παλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. εμφανίζει εκφραστικό αναδιπλασιασμό (<i>λαι</i>-<i>λαψ</i>), είναι άγνωστης όμως ετυμολογίας]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 20:07, 13 June 2022
Greek Monolingual
λαίλαπα, η (Α λαῖλαψ, -απος, ή, Μ λαῖλαψ και λαίλαπας, ὁ)
1. σφοδρότατος άνεμος που ξεσπάει απότομα και, αφού πνεύσει για μικρό σχετικά χρονικό διάστημα, σταματάει επίσης απότομα (α. «Ζέφυρος μεγάλῃ σὺν λαίλαπι θύων», Ομ. Οδ.
β. «ἅμα λαίλαπος ὑγρᾱς καὶ φλογὸς συνεχοῦς ἐκ τῶν νεφῶν φερομένης», Πλούτ.)
2. μτφ. αυτός που επέρχεται με σφοδρότητα («ἔτλης λαίλαπα δυσμενέων», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. εμφανίζει εκφραστικό αναδιπλασιασμό (λαι-λαψ), είναι άγνωστης όμως ετυμολογίας].