επιρρίπτω: Difference between revisions

From LSJ

ἵνα οὖν μηδ' ἐν τούτῳ δῷ αὐτοῖς λαβήν (Photius, Fragments on the Epistle to the Romans 483.26) → so that he doesn't give them even here a handle (= an opportunity for refutation)

Source
(13)
 
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM [[ἐπιρρίπτω]]) [[ρίπτω]]<br /><b>1.</b> [[ρίχνω]] [[κάτι]] [[εναντίον]] κάποιου ή [[πάνω]] σε κάποιον (α. «ὅτε μοι πλεῑστοι χαλκήρεα δοῡρα Τρῶες ἐπέρριψαν περὶ Πηλεΐωνι θανόντι», <b>Ομ. Οδ.</b><br />β. «Βρούτῳ δὲ τήν αὑτοῡ [[φοινικίδα]] πολλών χρημάτων ἀξίαν οὖσαν ἐπέρριψε», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[αποδίδω]] [[κάτι]] σε κάποιον, τον [[θεωρώ]] υπεύθυνο («ψευδεῑς δ’ αἰτίας ἐπιρρίπτων», <b>Διόδ.</b> Σικ.)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> «[[ἐπιρρίπτω]] ἑαυτήν τινι» — παντρεύομαι, [[παίρνω]] κάποιον ως σύζυγο<br /><b>2.</b> «[[ἐπιρρίπτω]] τὴν τιμήν μου» — δίνομαι σε κάποιον με τη θέλησή μου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[επιβάλλω]], [[αναγκάζω]] («[[μηδὲ]] ὄρνιθας [[μηδὲ]] οἰνικά ἢ σιτικὰ γενήματα ἐπιρρίπτειν τιμῇ», πάπ.)<br /><b>2.</b> [[εκφράζω]] τη [[γνώμη]] μου («οὖτος μέν οὖν ἀδιορίστως ἐπέρριψε περὶ τῶν λοιπῶν», <b>Αριστοτ.</b>).
|mltxt=(AM [[ἐπιρρίπτω]]) [[ρίπτω]]<br /><b>1.</b> [[ρίχνω]] [[κάτι]] [[εναντίον]] κάποιου ή [[πάνω]] σε κάποιον (α. «ὅτε μοι πλεῖστοι χαλκήρεα δοῦρα Τρῶες ἐπέρριψαν περὶ Πηλεΐωνι θανόντι», <b>Ομ. Οδ.</b><br />β. «Βρούτῳ δὲ τήν αὑτοῦ [[φοινικίδα]] πολλών χρημάτων ἀξίαν οὖσαν ἐπέρριψε», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[αποδίδω]] [[κάτι]] σε κάποιον, τον [[θεωρώ]] υπεύθυνο («ψευδεῖς δ’ αἰτίας ἐπιρρίπτων», <b>Διόδ.</b> Σικ.)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> «[[ἐπιρρίπτω]] ἑαυτήν τινι» — παντρεύομαι, [[παίρνω]] κάποιον ως σύζυγο<br /><b>2.</b> «[[ἐπιρρίπτω]] τὴν τιμήν μου» — δίνομαι σε κάποιον με τη θέλησή μου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[επιβάλλω]], [[αναγκάζω]] («[[μηδὲ]] ὄρνιθας [[μηδὲ]] οἰνικά ἢ σιτικὰ γενήματα ἐπιρρίπτειν τιμῇ», πάπ.)<br /><b>2.</b> [[εκφράζω]] τη [[γνώμη]] μου («οὖτος μέν οὖν ἀδιορίστως ἐπέρριψε περὶ τῶν λοιπῶν», <b>Αριστοτ.</b>).
}}
}}

Latest revision as of 20:10, 13 June 2022

Greek Monolingual

(AM ἐπιρρίπτω) ρίπτω
1. ρίχνω κάτι εναντίον κάποιου ή πάνω σε κάποιον (α. «ὅτε μοι πλεῖστοι χαλκήρεα δοῦρα Τρῶες ἐπέρριψαν περὶ Πηλεΐωνι θανόντι», Ομ. Οδ.
β. «Βρούτῳ δὲ τήν αὑτοῦ φοινικίδα πολλών χρημάτων ἀξίαν οὖσαν ἐπέρριψε», Πλούτ.)
2. αποδίδω κάτι σε κάποιον, τον θεωρώ υπεύθυνο («ψευδεῖς δ’ αἰτίας ἐπιρρίπτων», Διόδ. Σικ.)
μσν.
1. «ἐπιρρίπτω ἑαυτήν τινι» — παντρεύομαι, παίρνω κάποιον ως σύζυγο
2. «ἐπιρρίπτω τὴν τιμήν μου» — δίνομαι σε κάποιον με τη θέλησή μου
αρχ.
1. επιβάλλω, αναγκάζωμηδὲ ὄρνιθας μηδὲ οἰνικά ἢ σιτικὰ γενήματα ἐπιρρίπτειν τιμῇ», πάπ.)
2. εκφράζω τη γνώμη μου («οὖτος μέν οὖν ἀδιορίστως ἐπέρριψε περὶ τῶν λοιπῶν», Αριστοτ.).