φοινικίδα

From LSJ

ἀλλὰ μὴν καὶ ἀναπαύσεώς γε δεομένοις ἡμῖν νύκτα παρέχουσι κάλλιστον ἀναπαυτήριον → and again, we need rest; and therefore the gods grant us the welcome respite of night

Source

Greek Monolingual

η / φοινικίς, -ίδος, ΝΜΑ
1. ύφασμα πορφυρού χρώματος
2. εκκλ. μικρή κόκκινη πινακίδα τοποθετημένη κάτω από εικόνα, που δηλώνει τί παριστάνει η εικόνα
νεοελλ.
ναυτ. το σήμα Β του διεθνούς κώδικα σημάτων
μσν.-αρχ.
κόκκινη σημαία της οποίας η έπαρση δήλωνε την έναρξη μάχης, κυρίως ναυμαχίας
αρχ.
1. πορφυρό ύφασμα το οποίο χρησιμοποιούσαν ως κάλυμμα τών αλόγων
2. ένδυμα πορφυρού χρώματος και, ειδικότερα, στρατιωτικό, τών Λακεδαιμονίων, τών Μακεδόνων, τών Ρωμαίων και τών Περσών
3. πορφυρό παραπέτασμα ή τάπητας
4. είδος κόκκινης σημαίας την οποία ανέσειαν οι ιερείς όταν διατύπωναν κατάρες ή αφορισμούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φοῖνιξ (Ι), -οίνικος «το πορφυρό χρώμα» + κατάλ. -ίς, -ίδος (πρβλ. πινακίς)].