οικητήριο: Difference between revisions

From LSJ

τὸν θάνατον τί φοβεῖσθε, τὸν ἡσυχίης γενετῆρα, τὸν παύοντα νόσους καὶ πενίης ὀδύνας → why fear ye death, the parent of repose, who numbs the sense of penury and pain

Source
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το (ΑΜ [[οἰκητήριον]])<br />αυτό στο οποίο κατοικεί [[κανείς]], [[οίκημα]], [[κατοικία]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>μτφ.</b> σε ποιητική [[χρήση]] σχετικά με τη Θεοτόκο ως [[μητέρα]] του Θεού («[[οἰκητήριον]] ὤφθης τοῦ θεοῡ», Μηναί.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>αστρολ.</b> [[οίκος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ουσιαστικοποιημένος τ. του ουδ. του επιθ. [[οἰκητήριος]]].
|mltxt=το (ΑΜ [[οἰκητήριον]])<br />αυτό στο οποίο κατοικεί [[κανείς]], [[οίκημα]], [[κατοικία]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>μτφ.</b> σε ποιητική [[χρήση]] σχετικά με τη Θεοτόκο ως [[μητέρα]] του Θεού («[[οἰκητήριον]] ὤφθης τοῦ θεοῦ», Μηναί.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>αστρολ.</b> [[οίκος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ουσιαστικοποιημένος τ. του ουδ. του επιθ. [[οἰκητήριος]]].
}}
}}

Latest revision as of 20:10, 13 June 2022

Greek Monolingual

το (ΑΜ οἰκητήριον)
αυτό στο οποίο κατοικεί κανείς, οίκημα, κατοικία
μσν.
μτφ. σε ποιητική χρήση σχετικά με τη Θεοτόκο ως μητέρα του Θεού («οἰκητήριον ὤφθης τοῦ θεοῦ», Μηναί.)
αρχ.
αστρολ. οίκος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. του ουδ. του επιθ. οἰκητήριος].