οικητήριο: Difference between revisions

From LSJ

Φίλιππον ἐπιστῆσαι τοῖς πράγμασι τούτοις → let Philip have a hand in the business, surrender control to Philip

Source
(28)
 
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το (ΑΜ [[οἰκητήριον]])<br />αυτό στο οποίο κατοικεί [[κανείς]], [[οίκημα]], [[κατοικία]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>μτφ.</b> σε ποιητική [[χρήση]] σχετικά με τη Θεοτόκο ως [[μητέρα]] του Θεού («[[οἰκητήριον]] ὤφθης τοῡ θεοῡ», Μηναί.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>αστρολ.</b> [[οίκος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ουσιαστικοποιημένος τ. του ουδ. του επιθ. [[οἰκητήριος]]].
|mltxt=το (ΑΜ [[οἰκητήριον]])<br />αυτό στο οποίο κατοικεί [[κανείς]], [[οίκημα]], [[κατοικία]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>μτφ.</b> σε ποιητική [[χρήση]] σχετικά με τη Θεοτόκο ως [[μητέρα]] του Θεού («[[οἰκητήριον]] ὤφθης τοῦ θεοῦ», Μηναί.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>αστρολ.</b> [[οίκος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ουσιαστικοποιημένος τ. του ουδ. του επιθ. [[οἰκητήριος]]].
}}
}}

Latest revision as of 20:10, 13 June 2022

Greek Monolingual

το (ΑΜ οἰκητήριον)
αυτό στο οποίο κατοικεί κανείς, οίκημα, κατοικία
μσν.
μτφ. σε ποιητική χρήση σχετικά με τη Θεοτόκο ως μητέρα του Θεού («οἰκητήριον ὤφθης τοῦ θεοῦ», Μηναί.)
αρχ.
αστρολ. οίκος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. του ουδ. του επιθ. οἰκητήριος].