μεσόγειος: Difference between revisions
Μακάριος, ὅστις ἔτυχε γενναίου φίλου → Generosa amicus mente , felicis bonum → Glückselig ist, wer einen edlen Freund gewinnt
(24) |
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ") |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 6: | Line 6: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-α, -ο, θηλ. και -ος και [[μεσόγαιος]], -α, -ο (Α [[μεσόγειος]], -ον, θηλ. και μεσόγεια, [[μεσόγαιος]], -ον, θηλ. και [[μεσόγαια]], και [[μεσαίγεως]], -ων, Α αττ. τ. [[μεσόγεως]], -ων, επικ. τ. [[μεσσόγεως]], -ων)<br /><b>1.</b> αυτός που βρίσκεται στην [[ξηρά]], [[μακριά]] από τη [[θάλασσα]], [[χερσαίος]], [[στεριανός]], [[ηπειρωτικός]]<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα μεσόγεια</i> και | |mltxt=-α, -ο, θηλ. και -ος και [[μεσόγαιος]], -α, -ο (Α [[μεσόγειος]], -ον, θηλ. και μεσόγεια, [[μεσόγαιος]], -ον, θηλ. και [[μεσόγαια]], και [[μεσαίγεως]], -ων, Α αττ. τ. [[μεσόγεως]], -ων, επικ. τ. [[μεσσόγεως]], -ων)<br /><b>1.</b> αυτός που βρίσκεται στην [[ξηρά]], [[μακριά]] από τη [[θάλασσα]], [[χερσαίος]], [[στεριανός]], [[ηπειρωτικός]]<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα μεσόγεια</i> και τα [[μεσόγαια]]<br />η [[ενδοχώρα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα Μεσόγεια</i><br />η [[περιοχή]] της Αττικής που βρίσκεται ανατολικά του Υμηττού<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η Μεσόγειος</i><br />η [[θάλασσα]] που βρίσκεται [[ανάμεσα]] στη νότια [[Ευρώπη]], τη βόρεια Αφρική και τη δυτική Ασία<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (το θηλ. και το ουδ. ως ουσ.) <i>ἡ μεσόγεια</i>, [[μεσόγαια]], [[μεσόγειος]] και <i>τὸ μεσόγαιον</i><br />το εσωτερικό μιας χώρας, η [[ενδοχώρα]] («[[ἦσαν]] δὲ Πηδασέες οἰκέοντες [[ὑπὲρ]] Ἁλικαρνησσοῦ μεσόγαιαν», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ μεσόγεια</i><br />η [[ήπειρος]]<br /><b>3.</b> (<b>το αρσ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οἱ Μεσόγειοι</i><br />οι κάτοικοι της ενδοχώρας της Αττικής.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μεσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>γειος</i> και -<i>γαιος</i> και -<i>γεως</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>γη</i>). Για τη [[μορφή]] του β' συνθετικού <b>βλ. λ.</b> <i>γη</i>]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 20:10, 13 June 2022
German (Pape)
[Seite 138] dasselbe, μεσόγεια, s. μεσόγαια.
Greek (Liddell-Scott)
μεσόγειος: ὁ, ἡ, ἀντὶ μεσόγαιος, εὕρηται ἐν πολλοῖς Ἀντιγράφοις.
Greek Monolingual
-α, -ο, θηλ. και -ος και μεσόγαιος, -α, -ο (Α μεσόγειος, -ον, θηλ. και μεσόγεια, μεσόγαιος, -ον, θηλ. και μεσόγαια, και μεσαίγεως, -ων, Α αττ. τ. μεσόγεως, -ων, επικ. τ. μεσσόγεως, -ων)
1. αυτός που βρίσκεται στην ξηρά, μακριά από τη θάλασσα, χερσαίος, στεριανός, ηπειρωτικός
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα μεσόγεια και τα μεσόγαια
η ενδοχώρα
νεοελλ.
1. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα Μεσόγεια
η περιοχή της Αττικής που βρίσκεται ανατολικά του Υμηττού
2. το θηλ. ως ουσ. η Μεσόγειος
η θάλασσα που βρίσκεται ανάμεσα στη νότια Ευρώπη, τη βόρεια Αφρική και τη δυτική Ασία
αρχ.
1. (το θηλ. και το ουδ. ως ουσ.) ἡ μεσόγεια, μεσόγαια, μεσόγειος και τὸ μεσόγαιον
το εσωτερικό μιας χώρας, η ενδοχώρα («ἦσαν δὲ Πηδασέες οἰκέοντες ὑπὲρ Ἁλικαρνησσοῦ μεσόγαιαν», Ηρόδ.)
2. το θηλ. ως ουσ. ἡ μεσόγεια
η ήπειρος
3. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ Μεσόγειοι
οι κάτοικοι της ενδοχώρας της Αττικής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο)- + -γειος και -γαιος και -γεως (< γη). Για τη μορφή του β' συνθετικού βλ. λ. γη].